Ανθολογία των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αι.
Της Τιτικας Δημητρουλια
Ανθολογία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα - Τόμος Α΄ (1900-1920) - εισαγωγή-ανθολόγηση: Κ.Γ. Παπαγεωργίου – Β. Χατζηβασιλείου - εκδ. Κότινος
Πράξη εξόχως κριτική, η ανθολογία είναι πάντα ένα εγχείρημα με ρίσκο, καθώς δεν υπάρχουν περίοδοι κλειστές, κανόνες αμετάκλητοι. Το παρόν ανασύρει από το παρελθόν τα στοιχεία που ταιριάζουν στη δική του ευαισθησία και τα περιγράμματα του λογοτεχνικού τοπίου δεν είναι ποτέ αμετακίνητα. Οι ανθολογίες λειτουργούν λοιπόν ως καθρέφτες δύο όψεων: από τη μια μαρτυρούν το γούστο των ανθολόγων, που στον πρώτο τόμο της πεντάτομης αυτής ανθολογίας της νεοελληνικής ποίησης, τον αναφερόμενο στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, προϋποτίθεται σε μεγάλο βαθμό από έναν ήδη ισχυρό κανόνα, από το συλλογικό γούστο και την εποχή· και από την άλλη, καθρεφτίζουν την ποίηση και την εποχή των ανθολογουμένων. Κυρίως όμως, οι ποιητικές ανθολογίες προσφέρουν στην ποίηση μια καίριας σημασίας υπηρεσία: επιτρέπουν στο κοινό να την προσεγγίσει χωρίς να πανικοβληθεί από το αχανές των έργων και των ονομάτων.
Συνύπαρξη δύο γενεών
Κοιτάζοντας πίσω, διαπιστώνει κανείς, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, τη συνύπαρξη των δύο γενεών, όπως σχολιάζουν και οι δύο ανθολόγοι στην εισαγωγή τους, της γενιάς του 1880 και της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς. Από τη μία έχουμε δηλαδή ποιητές που συνεχίζουν να εμφορούνται από ιδεώδη εθνικά και κοινωνικά και έχουν δώσει τη μάχη για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Και από την άλλη, ποιητές απαισιόδοξους και μελαγχολικούς, που βιώνουν μια οδυνηρή υπαρξιακή αγωνία. Ενώ στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας, οι νέοι λογοτέχνες εκδίδουν πέντε ανθολογίες, τέσσερις ποιητικές και μία διηγήματος, διεκδικώντας δυναμικά τη θέση που τους αρνούνταν οι κατεστημένοι λογοτεχνικοί κύκλοι.
Η παρούσα ανθολογία μοιάζει να συνομιλεί με τις ανθολογίες της εποχής του, τη «Νέα λαϊκή ανθολογία» του Δ. Π. Ταγκόπουλου (1899), που πρώτος ανθολόγησε τον Καβάφη· της Λύρας, της δημοφιλούς ανθολογίας του Ιωάννη Πολέμη, που εκδόθηκε το 1910 και επανεκδόθηκε το 1919 και η οποία δεν περιελάμβανε τον Σπήλιο Πασαγιάννη, λόγου χάρη, το νεαρό ποιητή που πέθανε τόσο νέος αφήνοντας όμως επιγόνους και τον οποίο ανθολογούν οι Παπαγεωργίου - Χατζηβασιλείου, αλλά ούτε και τον Καβάφη· ή της ανθολογίας του Τέλλου Αγρα (1922), που άφηνε απ’ έξω τον μεγάλο ήδη Σικελιανό. Μεταξύ των ελαχίστων γυναικών, επαναφέρει δίπλα στη Μυρτιώτισσα, την Αιμιλία Δάφνη – μετά του συζύγου της. Και πλάι στα γνωστά ονόματα ανθολογεί τον Πέτρο Βλαστό και τον Μάρκο Τσιριμώκο, τον Πέτρο Μάγνη και τον Ομηρο Μπεκέ. Η επιλογή των ανθολόγων εκφράζεται εντέλει κυρίως με αυτά τα ονόματα των ελασσόνων και όχι των μεγάλων και καθιερωμένων. Οπως και μέσα από τα ποιήματα που διαλέγουν από το μεγάλο έργο αυτών των τελευταίων, τα ποιήματα που θεωρούν ότι αντέχουν αισθητικά και γλωσσικά σήμερα.
Πραγματικό και ποιητικό
Ο πρώτος τόμος της ανθολογίας, η οποία θα ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια (θα κυκλοφορεί ένας τόμος ανά εξάμηνο), φέρνει στο προσκήνιο μια εποχή όπου η θέση της κριτικής ήταν υποβαθμισμένη. Το γούστο του κοινού διαμορφωνόταν κυρίως από τα λαϊκά αναγνώσματα των περιοδικών και των εφημερίδων και οι οικονομικές δυσκολίες απομάκρυναν ακόμη περισσότερο το κοινό από την ποίηση και το βιβλίο εν γένει. Στο βάθος του πίνακα, ο ατυχής πόλεμος, οι Βαλκανικοί, ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και μαζί της αστικής τάξης. Και η απήχηση της ιστορίας στην ποίηση της εποχής πολυσύνθετη και διαμεσολαβημένη.
Η ποίηση λοιπόν των δύο αυτών δεκαετιών είναι πρόσφορη για προβληματισμό: μας καλεί να ανιχνεύσουμε με σύγχρονους όρους τη σχέση του ποιητικού με το πραγματικό, που αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πολυσύνθετη, το ρόλο και πάλι της μετάφρασης, η οποία μεταφυτεύει ατμόσφαιρα (η περίπτωση Χατζόπουλου είναι ενδεικτική και όχι η μόνη), να διαπιστώσουμε το ετερογενές των λογοτεχνικών γενεών, ακόμα και στο πλαίσιο κοινών αισθητικών επιλογών. Υπάρχει όμως και το σημαντικότερο: ο πρώτος αυτός τόμος μας καλεί να διαβάσουμε ποίηση, ποιήματα που δεν ξέρουμε ή έχουμε ξεχάσει, να ανακαλύψουμε ή να ξαναανακαλύψουμε φωνές που μας ταιριάζουν, που μιλούν στην ψυχή μας μετά εκατό έτη και που ορίζουν ίσως κάποιες διαδρομές μας. Διότι η ποίηση προέχει, ακόμα και σε αντιποιητικούς καιρούς.
Πηγή>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου