23/3/08

Η σαγήνη των βιβλίων

Ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του Ιταλού συγγραφέα Κλάουντιο Μάγκρις και του Αργεντινού συγγραφέα Αλμπέρτο Μανγκουέλ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Corriere della Sera» στις 2 Δεκεμβρίου 2007.


ΜΑΓΚΡΙΣ: Αλλοι μπορεί να δοξάζονται για τα βιβλία που έχουν γράψει. Η δική μου δόξα, είπε ο Μπόρχες, είναι τα βιβλία που έχω διαβάσει. Οχι μόνον επειδή τα μεγάλα βιβλία τα γράφουν οι άλλοι, αλλά ίσως κι επειδή ούτε και η βαθύτερη χαρά για μια δημιουργία που βγαίνει από τα χέρια μας δεν συγκρίνεται με την ευχάριστη και καλόδεχτη έκπληξη να ανακαλύπτουμε ότι κάποιος άλλος (ή, καλύτερα, κάποιο βιβλίο ενός άλλου, ο συγγραφέας δεν μετράει πολύ, είναι πάντα σαν να είναι άγνωστος) κατανόησε, διατύπωσε και εξέφρασε την καρδιά μας, τις σκέψεις μας, την αίσθηση που έχουμε για τη ζωή και δημιούργησε έναν δικό μας κόσμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν για μας θολός και αβέβαιος.


Δεν πιστεύω ότι αν είχα γράψει τον χορό της Νατάσας στο «Πόλεμος και ειρήνη» θα ήμουν πιο ευτυχής -εκτός από τη ματαιοδοξία των εγκωμίων ή τα αγάλματα στις πλατείες- ούτε και πιο περήφανος απ' όσο ήμουν τη μέρα που το διάβασα.


Τα βιβλία, γράφει ο Αλμπέρτο Μανγκουέλ στο βιβλίο του «Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του Αγίου Αυγουστίνου», μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη ζωή, ένα αγαπημένο βλέμμα ή το φως που τυλίγει ένα δέντρο. Στο βιβλίο του «Το ημερολόγιο ενός αναγνώστη», ο Μανγκουέλ προσθέτει ότι τα βιβλία φωτίζουν ξαφνικά το παρελθόν και την καθημερινότητα. Γεννημένος και ριζωμένος στο Μπουένος Αϊρες και έχοντας ταυτόχρονα σπίτι του τον κόσμο όπως και τις βιβλιοθήκες που τον περιβάλλουν και περιέχονται στο έργο του, δοκιμιογράφος και πεζογράφος, ο Μανγκουέλ είναι ένας ιδιοφυής συγγραφέας που κατόρθωσε να μετατρέψει την ανάγνωση σε γραφή, σε ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα με τα βιβλία, που γίνεται περιπέτεια μέσα στη ζωή. Στο βιβλίο του «Ομηρος. Ιλιάδα και Οδύσσεια. Μια βιογραφία» διαβάζοντας και σχολιάζοντας τον Ομηρο γράφει μια βιογραφία η οποία περισσότερο από βιογραφία του ποιητή είναι βιογραφία του δυτικού φαντασιακού. Το βιβλίο του «Νυχτερινή βιβλιοθήκη» θέλει να είναι ένας χάρτης αυτού του οχυρού του πνεύματος και της τρέλας, που εξετάζεται από όλες του τις μεριές και σε όλες του τις επιπτώσεις, στην πολυεδρική του ποικιλία που το κάνει να είναι τόσα πράγματα: τάξη αλλά και μύθος, εξουσία και εργαστήρι, νησί και σύμπαν, μνήμη και λήθη, σπίτι και δάσος, ταυτότητα και μεταμόρφωση. Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικό για την εμπειρία της βιβλιοθήκης, στο οποίο όποιος ασχολείται με τα βιβλία βρίσκει ένα μέρος του εαυτού του. Εμένα μου άρεσε που ο Μανγκουέλ επιμένει ακόμα περισσότερο στα μεθοδικά παραληρήματα με τα οποία προσπαθούμε να βάλουμε τάξη, με υποχρεωτικές μετακινήσεις ραφιών, σε μια βιβλιοθήκη που μεγαλώνει στο σπίτι μας και εξαπλώνεται αδιάκοπα σαν χάρτινη βροχή.


Τα βιβλία λένε τη ζωή -ρωτάω τον Μανγκουέλ-, αλλά ίσως μαρτυρούν και την ανεπάρκειά τους σε σχέση με τη ζωή, όπως σε εκείνη τη δυνατή σελίδα σας, στην οποία μας βοηθάτε να αντιληφθούμε ότι καμία λογοτεχνία δεν βρίσκεται στο ύψος της πρώτης ερωτικής εμπειρίας. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος το βιβλίο να αποστεώνει ή να παραποιεί την ύπαρξη; Εχει γραφτεί ότι «Η σάρκα είναι θλιμμένη και έχω διαβάσει όλα τα βιβλία» και αυτά τα βιβλία φαίνται να κάνουν ακόμα πιο βαριά τη θλίψη. Οι μεγάλοι θεμελιωτές της οικουμενικότητας, από τον Σωκράτη ώς τον Βόυδα και τον Ιησού, δεν θέλησαν να γράψουν, φοβούμενοι ότι θα μουμιοποιήσουν τη ζωντανή πραγματικότητα του λόγου.


ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Εσείς δεν το γνωρίζετε, αλλά ο διάλογός μου μαζί σας άρχισε πριν από κάμποσα χρόνια, με την ανάγνωση του «Δούναβη», και είμαι ευτυχής που τον συνεχίζουμε τώρα. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι ο Ιησούς, ο Βούδας και ο Σωκράτης γνώριζαν ότι κάποιος άλλος θα έγραφε γι' αυτούς. Ισως δεν φοβούνταν ότι θα μουμιοποιήσουν, όπως λέτε, τη ζωντανή πραγματικότητα του λόγου, αλλά μάλλον είναι σαν να είχαν διαβάσει πριν την ώρα του τον Μαλαρμέ και να πίστευαν ότι όλα τα λόγια, εφόσον ήταν σημαντικά, έπρεπε να γίνουν βιβλία, καθώς «στο βάθος ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε ένα ωραίο βιβλίο». Αυτό θα δικαιολογούσε τη δική μας διαίσθηση ότι οι βιβλιοθήκες είναι η ενσάρκωση του κόσμου μέσα από λόγια.


ΜΑΓΚΡΙΣ: Η βιβλιοθήκη είναι ζωή, ελευθερία. Μας βοηθάει να αντιστεκόμαστε σε τυραννίες και κομφορμισμούς. Αλλά ως ολικό, από καθέδρας πρόγραμμα της γνώσης, που περιέχει τα πάντα, είναι και ανησυχητική. Το σχέδιο της ιδεώδους βιβλιοθήκης του Μπουλέ (1785), που αναπαράγεται στο βιβλίο του, διέπεται από την αδημονία ενός φαλανστηρίου, ενός κοσμικού ναού στον οποίο υπάρχουν τα πάντα και δεν απομένει καμία ρωγμή, κάποιο κενό, μια διαφυγή.
ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Συμφωνώ. Το γεγονός ότι όλα τα λόγια του κόσμου είναι ή μπορεί να είναι κάτω από μία και μοναδική στέγη δεν σημαίνει ότι οι αναγνώστες τους ξέρουν να τα χρησιμοποιούν με τον σωστό τρόπο. Μια συσσώρευση γνώσεων δεν είναι γνώση και γνωρίζουμε ότι, παρ' όλες τις δικές μας ελπιδοφόρες μεταφορές, ένα βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο από έναν σωρό χαρτιού σημαδεμένου με μελάνι και γίνεται ζωντανό μόνον όταν ο δημιουργός του το μετατρέπει σε κάτι υπαρκτό, ενεργό, αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν εγγυάται τίποτα. Είναι σχεδόν κοινός τόπος το να μιλάμε για όλους αυτούς τους τυράννους, τους βασανιστές, τους εγκληματίες που υπήρξαν και μεγάλοι αναγνώστες. Στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, υπήρχε ένας στρατηγός ο οποίος, όταν ένας θαρραλέος δημοσιογράφος του είπε ότι κάποια μέρα θα δικαζόταν για τα τρομερά πράγματα που είχε κάνει, απάντησε απαγγέλλοντας από μνήμης τους τελευταίους στίχους του «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» και υπερηφανευόμενος ότι «φέρω μαζί μου άψογο, ακηλίδωτο, στο Θεό/ το πήληκιό μου!» . Και όσο σκέφτομαι ότι ο «Σιρανό» ήταν μία από τις πρώτες αγαπημένες εφηβικές μου αναγνώσεις!


ΜΑΓΚΡΙΣ: Μήπως υπάρχει μερικές φορές ο κίνδυνος ένα βιβλίο, αντί να είναι ένας κόσμος ή ένας ωκεανός στον οποίο βουτάμε για περιπετειώδεις ανακαλύψεις (όπως βουτούσα εγώ στον Γάγγη των «Μυστηρίων της μαύρης ζούγκλας» του Σάλγκαρι, που ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα), να γίνει ένα προστατευτικό κέλυφος, ένα οδόφραγμα που τοποθετούμε ανάμεσα σε μας και στη ζωή; «Ενα βιβλίο -έλεγε ο Βαλερί- βοηθάει να μη σκεφτόμαστε». Μας απομακρύνει από αυτό που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και που μας αγχώνει και όταν παίρνουμε το βιβλίο στα χέρια μας, αυτό γίνεται σαν ένα ξόρκι, όπως όταν το παίρνουμε ακόμα και στο γραφείο, ανίκανοι να βρεθούμε μόνοι μας με τους εαυτούς μας, έστω και για λίγα λεπτά.


ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Το ξέρω. Είμαστε σαν τον Θερβάντες, ο οποίος έλεγε ότι διαβάζει ακόμα και τα σχισμένα χαρτιά που έβρισκε στον δρόμο. Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι ο Βαλερί έχει δίκιο. Ακόμα και όταν μεταφερόμαστε από το ρεύμα των λέξεων, ακόμα και όταν αφηνόμαστε να μας παρασύρει το κείμενο, χωρίς να στεκόμαστε και να αναρωτιόμαστε πού πηγαίνουμε, η ανάγνωση αυτή καθεαυτήν, νομίζω, υποκινεί υποχρεωτικά τη σκέψη. Ισως όπως ένα κρυφό υποθαλάσσιο ρεύμα, όπως στα όνειρα. Γιατί τα λόγια καλούν, προκαλούν λόγια. Αυτό είναι που θα ήθελα να το αποκαλέσω «το να σκέφττεσαι με τσιτάτα», μια ιδιαίτερη μορφή σκέψης που γεννιέται από την ανάγνωση. Φυσικά η μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας δεν διαβάζει βιβλία.


ΜΑΓΚΡΙΣ: Οι βιβλιοθηκάριοι του Μούζιλ, που εσείς αναφέρετε, δεν διαβάζουν. Σήμερα αυτοί που διαβάζουν αληθινά είναι οι μη επαγγελματίες ανώνυμοι αναγνώστες, που δεν έχουν καμία υποχρέωση να διαβάζουν. Οι εξ επαγγέλματος αναγνώστες -κριτικοί, βιβλιοκριτικοί, εκδότες, καθηγητές, παρουσιαστές πολιτιστικών τηλεοπτικών εκπομπών-, που οφείλουν να ξέρουν να λένε κάτι για εκατοντάδες βιβλία, μπορούν μόνο να ξεφυλλίζουν κάμποσες σελίδες και το εξώφυλλο, χωρίς να διαβάζουν καμία. «Οποιος δεν διαβάζει έχει μιαν ανορεξική ψυχή» -έγραψε ο Μίρο Σιλβέρα στο απολαυστικό βιβλίο του «Βιβλιοθεραπεία»-, ασφυκτιά από έλλειψη πνευματικού οξυγόνου. Σε ένα ανάλογο αποτέλεσμα καταλήγουμε από μια βουλιμία για πάρα πολλά βιβλία, που μας ζαλίζει.


ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Είμαστε άπληστοι για λόγια. Οπως ο Θερβάντες, οι περισσότεροι αναγνώστες τείνουν να διαβάζουν το κάθε τι, αναγνώσματα κάθε είδους. Και στις κοινωνίες μας, που είναι κοινωνίες της ευκολίας και της ταχύτητας, αυτή η τάση έγινε νοσηρή. Κάθε πράγμα μας περιβάλλει με κενούς θορύβους και με στείρες εικόνες, έτσι ώστε γίνεται αδύνατο να βρούμε τη σιωπή για να σκεφτούμε ή ακόμα και για να συζητήσουμε στα καφενεία και στα εστιατόρια, με τη μουσική να ακούγεται δυνατά και την τηλεόραση πάντοτε ανοιχτή. Ισως όμως αυτή η «βουλιμία», όπως εσείς την αποκαλείτε, να μη γεννιέται μόνον από την ανάγκη να αισθανθούμε λιγότερο μόνοι με τη μοναδική ηχώ των σκέψεών μας. Ας προσπαθήσουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Ισως να έχουμε όλοι κάτι από την πίστη εκείνων των μουσουλμανικών αδελφοτήτων του Καΐρου, που δεν κατέστρεφαν ποτέ ένα κομμάτι γραμμένου χαρτιού, επειδή μπορεί να περιείχε μυστικά το όνομα του Θεού. Ισως να πιστεύουμε ασυνείδητα ότι στο επόμενο κομμάτι χαρτιού θα μας αποκαλυφθεί κάτι που θα μας φωτίσει ή θα μας σώσει. Αυτή η είναι η κρυφή μου ελπίδα.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ

[Πηγή]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

(C) ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Κάδμου 7 & Δαιδάλου
Λιβαδειά 32100
τηλ. 22610.89970
fax 22610.81028