Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7/7/08

Τα βραβεία κάνουν τα βιβλία γνωστά

Της Λενας Διβανη*

Μ αρέσουν πολύ τα βραβεία. Να τα παίρνουν οι άλλοι. Να τα παίρνω εγώ (αυτό ομολογουμένως περισσότερο). Ξέρεις από μέσα σου -είτε είσαι αναγνώστης, είτε συγγραφέας- πως ένα βραβείο δεν σημαίνει αναγκαστικά τίποτα: μια ομάδα ειδικών σε ξεχώρισε για δικούς της λόγους που συχνά δεν συνδέονται καλά και σώνει με την ποιότητα της δουλειάς σου. Κι όμως νιώθεις (επιτέλους!) δικαιωμένος (τους έδειξες εσύ!) και στους εφτά ουρανούς αν είσαι ο υπερτυχερός της χρονιάς. Αν πάλι είσαι αναγνώστης τρέχεις να το αναζητήσεις το βραβευθέν, σε τρώει η περιέργεια, ανυπομονείς να συγκρίνεις το γούστο σου με της αυθεντίας συχνά μόνο και μόνο για να ορθώσεις το ανάστημα σου απέναντί της.

Εν ολίγοις, ναι, έχουν πλάκα τα βραβεία όπως κάθε διαφημιστικό τρικ. Φέρνουν τα βιβλία στο στόμα του κόσμου. Οδηγούν ανθρώπους στα βιβλιοπωλεία. Στηρίζουν τους εκδότες που στενάζουν από την κρίση (ακόμα κι όταν κρίση δεν υφίσταται). Και κυρίως κάνουν εκστατικά ευτυχισμένο έναν άνθρωπο για δυο τρεις βδομάδες. Για να κάνουν όμως καλά τη δουλειά τους υπάρχουν προαπαιτούμενα: πρέπει να έχουν κριτές με καλή έξωθεν μαρτυρία, αλλά όχι τα μαυσωλεία, ανθρώπους του συναφιού ενεργούς που ζουν σήμερα. Επειτα χρειάζονται λίγη φασαρία, μια αμφιβολία, ένα λαλίστατο, σοβαρό αλλά και σκαμπρόζο παρουσιαστή, μια στάλα αμαρτωλή σοουμπίζικη λάμψη (όπως τα βραβεία του «Διαβάζω» παραδείγματος χάριν) και τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα.

Ξέρω ότι στραβώνουν οι μούρες των σοβαροφανών, αλλά δεν είναι σοβαρά πράματα τα βραβεία, πώς να το κάνουμε. Μεγάλα βιβλία δεν έχουν πάρει ποτέ καμία διάκριση και μετριότητες δοξάστηκαν με τίτλους – γνωστό αυτό. Τα βιβλία δεν είναι καλλονές να μετρήσουμε μέση, στήθος, μπούτι και να καταλήξουμε.

Το αληθινό βραβείο για ένα βιβλίο που εκδίδεται σήμερα είναι εκείνο το πιθανό χέρι (the if hand που θα έλεγε κι ο cummings) που θα το τραβήξει από τη βιβλιοθήκη σε διακόσια χρόνια – αν υπάρχουν ακόμα τότε βιβλιοθήκες ή χέρια…

* Η κ. Λένα Διβάνη διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι συγγραφέας και αντιπρόεδρος του ΕΚΕΒΙ.

--------------------------------------

Μια διαφορετική προσέγγιση του θεσμού των βραβείων μπορείτε να διαβάσετε εδώ: Βραβεία λογοτεχνίας: μήπως το έχουμε παρακάνει;

28/6/08

Κινηματογραφικές τεχνικές στη λογοτεχνία ή Έβλεπε ο Ομηρος σινεμά;

Eρώτημα 1ο: Υπήρχε λογοτεχνία πριν από το σινεμά;

Ακούγεται παράλογο, ε; Από τον εικοστό αιώνα και μετά, άλλαξε η πεζογραφία. Αλλαξε γιατί γνώρισε το σινεμά. Ποτέ μια πόρτα δεν θα κλείνει πια το ίδιο σ’ ένα μυθιστόρημα. Σκεφτείτε τα βιβλία του 19ου αιώνα: Μακρές περιγραφές, αργόσυρτα τοπία. Μετά, γεννήθηκε το αφηγηματικό μοντάζ. Ζαπάρισμα στις σκηνές, παντοκρατορία της πλοκής, νευρικές ατάκες. Ο φακός αφηγείται. Ακόμα κι όταν ζουμάρει ή καθυστερεί, αυτό δεν διαρκεί ατελείωτες σελίδες. Ποτέ ξανά δεν θα αφιερωθεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την περιγραφή όλων των αγαλμάτων στο κέλυφος μιας εκκλησίας, όπως έκανε ο Βίκτορ Ουγκό στην Παναγία των Παρισίων.

Μετά τον κινηματογράφο, ο αναγνώστης και ο συγγραφέας έχουν εκπαιδευτεί: Προσλαμβάνουν την πραγματική πραγματικότητα υιοθετώντας την κινηματογραφική οπτική. Ο συγγραφέας, κυρίως εκείνος που γράφει μυθιστόρημα, έχει να μάθει πολλά από την κίνηση του κινηματογραφικού φακού, το λιμάρισμα και τη λιποαναρρόφηση του κινηματογραφικού λόγου, τις μικρές σιωπές, την οικονομία της κινηματογραφικής αφήγησης.

Ερώτημα 2ο: Eβλεπε ο Ομηρος σινεμά;

Eβλεπε. Και πολύ μάλιστα. Το ομηρικό έπος περιέχει «κινηματογραφικές σκηνές»: Θυμηθείτε τις σπλάτερ σκηνές μάχης στη ραψωδία Ε΄, την κίνηση του αφηγηματικού φακού στη ραψωδία Ζ΄, το αφηγηματικό μοντάζ του ιλιαδικού έπους κ. λπ. Φαίνεται πως η μήτρα της αφήγησης περιέχει το κινηματογραφικό στοιχείο. Αυτό που πολύ αργότερα μάθαμε να ονομάζουμε «κινηματογραφική τεχνική στην αφήγηση» εντοπίζεται στο πρώτο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κείμενο, την Ιλιάδα. Εκ των υστέρων, ο κινηματογράφος μάς έμαθε να αναγνωρίζουμε τις κινηματογραφικές τεχνικές στη λογοτεχνία, με τον ίδιο τρόπο που ο Turner μας έμαθε να βλέπουμε τη λονδρέζικη ομίχλη: Μια ομίχλη που υπήρχε, φυσικά, πριν να τη ζωγραφίσουν σε πίνακα. Μόλις όμως ο Turner την αποτύπωσε με τα λάδια του, τότε την είδαμε για πρώτη φορά. Ετσι κι εμείς, μάθαμε να αναγνωρίζουμε αυτό που συμβατικά ονομάσαμε «κινηματογραφικές τεχνικές στην αφήγηση», μετά την παντοκρατορία του σινεμά. Και τις αναγνωρίσαμε αναδρομικά, σε παλαιότερα ή ακόμα και σε αρχαία κείμενα. Κάτι τελευταίο, προσωπικό. Πηγαίνω σινεμά. Φανατικά και ιδιοτελώς. Είναι μέρος της συγγραφικής δουλειάς: Κινηματογραφική κατασκοπεία. Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία μου που δεν θα μπορούσα να τις γράψω, αν δεν είχα ξοδέψει ατελείωτες (εργατο) ώρες στη μεγάλη οθόνη. Κι αν με ρωτήσετε τι κοινό έχει ένας συγγραφέας με ένα σκηνοθέτη, το πρώτο που θα σκεφτώ είναι πως και οι δύο είμαστε χειρώνακτες. Κοινώς, μαστόρια.

Της Σοφιας Νικολαϊδου

11/6/08

Η συγκίνηση να ανακαλύπτεις (και να εισάγεις) έναν «άγνωστο» συγγραφέα

Αν το καλό βιβλίο ανοίγει, όπως λένε, ένα παράθυρο στον κόσμο, ο δημιουργός του είναι αυτός που κρατάει το χερούλι, αυτός που μας αποκαλύπτει το ιδιαίτερο σύμπαν που το κάθε βιβλίο περιέχει στις σελίδες του. Κι αν η λογοτεχνία αποκαλύπτει στον αναγνώστη της μια ζωή που κρύβεται πίσω από τις λέξεις, τότε ο συγγραφέας είναι ένας μικρός θεός, ένας δημιουργός που γεννά κόσμους και, σε αντίθεση με πολλούς θεούς που επινόησε ο άνθρωπος, ξέρει πώς να τους διαχειριστεί.

Ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίσει ένα μικρό θεό; Οσο κι αν πολλές φορές το δημιούργημα προσπερνά και ξεπερνά τον δημιουργό του, έχει πάντα ενδιαφέρον να γνωρίζουμε τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τις λέξεις - ακόμα κι αν ο άνθρωπος αυτός είναι «λίγος», απογοητευτικός, μικρότερος του έργου του. Η δική του ματιά, τα δικά του βιώματα έχουν πάντα σχέση με το έργο του. Ακόμα κι αν το διαβάζει διαφορετικά από ό,τι εμείς. (Εντελώς μεταξύ μας: οι μεγάλοι δημιουργοί δεν απογοητεύουν ποτέ, φυλάνε πάντα μέσα τους εκείνη τη μαγική σκόνη που δίνει λάμψη στο έργο τους, είναι προετοιμασμένοι σαν από καιρό για να μας συναντήσουν. Και τότε, ένα βλέμμα τους, μια σκέψη τους, η αφηρημάδα μιας στιγμής, μπορούν να μας αποκαλύψουν την αλήθεια τους, που έγινε και δική μας αλήθεια).

Συμπληρωματική, λοιπόν, η εκ του σύνεγγυς γνωριμία με ένα δημιουργό. Και, βεβαίως, όταν τύχει να έρθει ένα μεγάλο όνομα («μεγάλο», έστω ως πωλήσεις), όλοι τρέχουν να δουν, να ακούσουν. Τι γίνεται, όμως, με τα μικρότερα ονόματα, τι γίνεται με τους νέους συγγραφείς;

Η προσωπική μου εμπειρία είναι γεμάτη στιγμές συγκίνησης και αγωνίας. Συγκίνησης επειδή μπορεί να ανακαλύψω στην εξομολόγηση ενός τριαντάχρονου συγγραφέα εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους συνομήλικούς του, εκείνο που τον κάνει ξεχωριστό συγγραφέα. Και αγωνίας επειδή ο συγγραφέας αυτός -που δεν έγινε ακόμα Λιόσα- συχνά αναγκάζεται να μιλάει σε μια άδεια αίθουσα (και, μάλιστα, χωρίς ούτε έναν Ελληνα συγγραφέα στο κοινό: με ελάχιστες εξαιρέσεις, νιώθουν αυτάρκεις οι Ελληνες συγγραφείς, δεν πάνε να ακούσουν τους ξένους συναδέλφους τους, ακούνε μόνο τους γηγενείς συγγραφείς της παρέας τους - αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση).

Να πάψουμε να καλούμε στην Ελλάδα ξένους συγγραφείς; Οχι, βέβαια! Οι ξένοι συγγραφείς, ιδιαίτερα οι λιγότερο γνωστοί, μας ανοίγουν το παράθυρο της χώρας τους, και μας βοηθάνε να μετρήσουμε πού πραγματικά βρισκόμαστε εμείς, και η λογοτεχνία μας. Σε βάρος όποιας αυτάρκειας μας διακρίνει.

Του Ανταιου Χρυσοστομιδη (μεταφραστής, υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων «Καστανιώτης»)

5/6/08

George Steiner: Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου – Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ

Ο Τζωρτζ Στάινερ υπογραμμίζει την ακατάπαυστα απειλούμενη συνέχεια και την ευπάθεια του γραπτού, στρέφοντας παραδόξως ο ίδιος το ενδιαφέρον του σε εκείνους που θέλησαν -ή θέλουν- το τέλος του βιβλίου. Η λαμπρή προσέγγισή του στην ανάγνωση προχωράει παράλληλα με μια εκ βάθρων κριτική των νέων μορφών πλάνης, καθώς και της αδιαλλαξίας και της βαρβαρότητας που έχουν γεννηθεί στην καρδιά μιας τάχα φωτισμένης κοινωνίας.
Ένα βιβλίο για τη γλώσσα της σιωπής και για τη σημερινή φλυαρία.

Λαλέουσα Σφίγγα του Δημοσθένη Κούρτοβικ :

Με αξιοθαύμαστα θαρραλέο τρόπο ο Τζωρτζ Στάινερ θέτει υπό αμφισβήτηση τα βιβλία, χωρίς πάντα να έχει έτοιμες απαντήσεις.
Ωστόσο τα όσα λέει για τον εξουσιαστικό χαρακτήρα των βιβλίων προκαλούν επιφυλάξεις. «Αν η δύναμη ενός συγγραφέα είναι μορφή εξουσίας, τόσο το καλύτερο», σχολιάζει ο Δ. Κούρτοβικ

Ναι, σωπαίνουν τα βιβλία. Σωπαίνουν στα αγωνιώδη ερωτήματα που τους θέτουν όσοι τα αγάπησαν και τα αγαπούν, όσοι πέρασαν μια ολόκληρη ζωή μαζί τους και ωστόσο μπορούν να βλέπουν και λοξά αυτή την αγάπη τους, να στοχάζονται όχι μόνο με το πάθος τους, αλλά και γύρω από το πάθος τους. Οι φετιχιστές του βιβλίου από τη μια, οι πωρωμένοι επαγγελματίες του βιβλίου από την άλλη δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Αλλά ο Τζωρτζ Στάινερ δεν ανήκει σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Αυτός ο αναγεννησιακού τύπου λόγιοςφιγούρα θελκτικά παρωχημένη, έτσι κι αλλιώς, στην εποχή μας- αναταράζει τη μελιχρή ατμόσφαιρα του δειλινού της ζωής και της ένδοξης καριέρας του με πρωταρχικές απορίες γύρω από την, καθόλου αυτονόητη, περιπέτεια της ανάγνωσης. Δεν είναι άραγε το βιβλίο μια μορφή εξουσίας, δεν είναι η ανάγνωση μια πράξη επιβολής του συγγραφέα στον αναγνώστη, πράγμα που θαμποφέγγει άλλωστε στις ίδιες τις λέξεις author, auteur, Αutor, με ρίζα τους τη λατινική auctoritas, δηλαδή αυθεντία, κύρος; Δεν υπνωτίζουν άραγε τα βιβλία τις αισθήσεις μας, δεν μειώνουν την ευαισθησία μας στα ερεθίσματα της πραγματικής ζωής, είχε τάχα άδικο ο Σέλλεϋ, όταν έλεγε ότι ένας άνδρας ερωτευμένος με την Αντιγόνη του Σοφοκλή δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει τέτοια εμπειρία με μια πραγματική γυναίκα; Αν τα βιβλία εξευγενίζουν και εξυψώνουν τους ανθρώπους, πώς μπόρεσε η Γερμανία, η χώρα που τιμούσε τη μόρφωση όσο καμία άλλη, να βυθιστεί στον ναζιστικό ζόφο;
Αν η λογοκρισία στραγγαλίζει το πνεύμα, πώς να παραβλέψουμε ότι σε καθεστώς λογοκρισίας, και σαν να τράφηκαν από αυτό, γεννήθηκαν πολλά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πώς να μη θυμηθούμε τον Μπόρχες, που έλεγε ότι η λογοκρισία είναι η μητέρα της μεταφοράς;
Σωπαίνουν τα βιβλία πάνω σε τέτοια διλήμματα. Και ο Στάινερ δεν έχει απαντήσεις. Τα θέτει μάλιστα με την ταραχή κάποιου που δεν θα προλάβει να τις βρει ή έστω να τις προσεγγίσει. Υπάρχει σ΄ αυτό κάτι το αξιοθαύμαστα θαρραλέο, αλλά και ανησυχητικό, αν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βάσισε το έργο της ζωής του και το κύρος του στη σπουδαιότητα, ακριβώς, της γραπτής παράδοσης.
Η αμφισβήτηση των βιβλίων και της ανάγνωσης είναι πάντως πολύ παλιά υπόθεση και βρήκε εκφραστές ανάμεσα σε πολύ μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας γραμματείας, από τον Πλάτωνα ώς τον Γκαίτε. Ο Πλάτων θεωρούσε ότι η ανάγνωση ακυρώνει τη ζωντανή επικοινωνία, δηλαδή την προφορική, που κάνει τη συζήτηση δημόσιο γεγονός και επιτρέπει τον άμεσο αντίλογο, την επανεξέταση των επιχειρημάτων, τη διόρθωση των θέσεων. Αξίζει, βέβαια, να θυμηθούμε ότι ο Πλάτων είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα πιο αυταρχικούς συγγραφείς <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>που βγήκαν ποτέ. Η «δημοκρατικότητα» των διαλόγων του είναι προσχηματική. Και, χωρίς να ξέρω πόσο παρήγορο είναι αυτό για τον Στάινερ ή για όλους μας, αν ο Πλάτων ή και ο Γκαίτε μπορούσε να αναστηθεί στην εποχή μας και να δει πώς λειτουργεί η προφορική «επικοινωνία» σήμερα, πόσο τυποποιημένα, βιαστικά και σε τελική ανάλυση ματαιωτικά, είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσε χίλιες φορές την απομόνωση της ανάγνωσης.
Μια απομόνωση που, ωστόσο, γίνεται ολοένα δυσκολότερη στις μέρες μας. Τα βιβλία όχι μόνο σωπαίνουν, αλλά και απαιτούν τη σιωπή για το διάβασμά τους. Και η καθημερινή ζωή στην εποχή μας κυλάει σ΄ ένα καθεστώς θορύβου που δεν γνώρισαν οι προηγούμενες εποχές. Η ιδιωτικότητα έχει χάσει την πνευματική της διάσταση και έχει αποσκελετωθεί σε «προσωπικά δεδομένα», η περισυλλογή είναι μια έννοια που χάνεται σιγά σιγά, για να πάρει τη θέση της ο «διαλογισμός». Υπνωτιστική ή αφυπνιστική, η απορρόφηση σ΄ ένα βιβλίο δεν ευνοείται από τους αγχώδεις ρυθμούς και τον πληροφορικό ορυμαγδό των καιρών μας.
Λογικό; Λογικό. Αλλά τότε πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι εκδίδονται τόσο πολλά βιβλία, ολοένα περισσότερα, περισσότερα παρά ποτέ, κι ας είναι, όπως αναγνωρίζει ο Στάινερ, αυτή η υπερπληθώρα, με τη συνακόλουθη, αναπόφευκτη πτώση του επιπέδου της ποιότητας, μεγαλύτερη απειλή για την αναγνωστική παιδεία από την έλλειψη χρόνου και ηρεμίας; Πώς να εξηγήσουμε το ότι τόσο πολλοί άνθρωποι, ολοένα περισσότεροι, περισσότεροι από ποτέ στην Ιστορία, γράφουν και εκδίδουν βιβλία; Πού βρίσκουν όλοι αυτοί τον χρόνο και την όρεξη να φτιάξουν κάτι που, όπως ακούμε συνεχώς, θα είναι οσονούπω μουσειακό είδος; ΄Η μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως το βιβλίο διατηρεί μια μυστηριακή αίγλη ακόμα και για ανθρώπους που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν την απόρριψη ή την υπέρβασή του- computer freaks, αστέρες της show biz, υπερκινητικούς executives;
Από όλες τις αμφιβολίες του Στάινερ, εκείνη την οποία συμμερίζομαι λιγότερο αφορά τον εξουσιαστικό χαρακτήρα της σχέσης συγγραφέα- αναγνώστη. Ας μην παίζουμε με τις λέξεις και, προπαντός, ας απαλλαγούμε επιτέλους από τον αντιεξουσιαστικό, απόλυτα (και εξουσιαστικά!) στείρο ισοπεδωτισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Κάποιες μορφές εξουσίας καλώς υπάρχουν, και αν η δύναμη ενός συγγραφέα ανήκει σ΄ αυτές, τόσο το καλύτερο. Ποιος είπε ότι οι αναγνώστες στενάζουν στα δεσμά τους και ποθούν την ελευθερία που ονειρεύονται γι΄ αυτούς οι μεταμοντέρνοι ζονγκλέρ της θεωρίας; Ο <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>ίδιος ο Στάινερ σημειώνει την παταγώδη αποτυχία των προγραμμάτων διαδραστικής γραφής, όπου οι αναγνώστες συνδημιουργούσαν με τον συγγραφέα το κείμενο. Γνωστοί μυθιστοριογράφοι, όπως ο Τζων ΄Απνταϊκ, που δοκίμασαν αυτή τη μέθοδο αναγκάστηκαν να διαπιστώσουν ότι το ενδιαφέρον της άλλης πλευράς ήταν εφήμερο. Αν νοσταλγούμε την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας στις προ-αναγνωστικές κουλτούρες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι σ΄ αυτές ανήκει και η μορφή του παραμυθά ραψωδού, μακρινού προγόνου του μυθιστοριογράφου. Και, από όσο ξέρουμε, ο ραψωδός δεν ρωτούσε τους ακροατές <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>του πώς ήθελαν να συνεχιστεί η ιστορία του. Ούτε, φυσικά, οι γητειές της αφήγησής του σκότωναν τα σπέρματα της αμφισβήτησης στους πιο ανευλαβείς από αυτούς. Κάθε Ιλιάδα έχει τη Βατραχομυομαχία της!
Όσο για το αν τα βιβλία οδηγούν στην αρετή, ε, ξέρουμε εδώ και πολύ καιρό ότι δεν είναι και ποτέ δεν ήταν έτσι. Ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς υπάρχουν πολλά καθάρματα και ανάμεσα στους μεγάλους εγκληματίες πολλοί βιβλιόφιλοι. ΄Ισως υπάρχουν ακόμα περισσότερα καθάρματα και εγκληματίες ανάμεσα σ΄ <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>εκείνους που αδιαφορούν για τα βιβλία ή τα μισούν, αν αυτό μας παρηγορεί. Τα βιβλία δεν μπορούν να κάνουν τους αχρείους καλούς ούτε τους βλάκες έξυπνους. Μπορούν, όμως, να κάνουν τους καλούς καλύτερους και τους έξυπνους εξυπνότερους.
Είναι τόσο σίγουρο αυτό; Καθόλου! Όπως όλα όσα έχουν να κάνουν με τη χρησιμότητα των βιβλίων, επιδέχεται αμφισβήτηση και ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδειχτεί η ορθότητά του. Αλλά, επιτέλους, η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, η συνεχής επανεξέταση, η αιώνια αναζήτηση είναι η ουσία της ιστορίας του βιβλίου. Και, ίσως, η ουσία της ανθρωπιάς.

10/5/08

Βιβλία σαν ζουμερά φρούτα - Ζήτω οι υπαίθριες εκθέσεις!

Του Χρηστου Α. Χωμενιδη*

Δεν θα μιλήσω ως επαγγελματίας του χώρου αλλά ως αναγνώστης. Οι υπαίθριες εκθέσεις βιβλίου, που πραγματοποιούνται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο -ενίοτε και το καλοκαίρι- σε πάρκα, πεζόδρομους, πλατείες και προκυμαίες, είναι πολύ του γούστου μου.

Πρόκειται στην ουσία για πολύχρωμα παζάρια, όπου μοστράρονται βιβλία κάθε γούστου και ποιότητας.

Εχεις την ευκαιρία βολτάροντας να περάσεις από περίπτερα καθιερωμένων οίκων μα και μικρών -και περιθωριακών ακόμα- εκδοτών.

Να φυλλομετρήσεις νέες κυκλοφορίες, αριστουργήματα της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας - ακόμα δε και καζαμίες, ονειροκρίτες, βίους αγίων (χριστιανών και ινδουιστών), μαργαριτάρια εν ολίγοις που σπανίως αλιεύονται σε έγκριτα βιβλιοπωλεία…

Πίσω απ’ τους πάγκους στέκονται οι υπάλληλοι των μεγάλων εκδοτών και οι μικροί εκδότες αυτοπροσώπως. Εχει ενδιαφέρον να παρατηρείς πώς ο καθένας απ’ τους τελευταίους πλασάρει την πραμάτεια του: «Τα Απαντα του Καρκαβίτσα δεν πρέπει να λείπουν από κανένα σπίτι!». «Τι κι αν ηττήθηκε, προσωρινά, ο σοσιαλισμός; Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια παραμένει αξεπέραστη!».

Ο υπαίθριος χαρακτήρας των εκθέσεων βιβλίου τις κάνει ασύγκριτα πιο προσιτές προς το ευρύ κοινό από ό,τι εάν γίνονταν σε έναν στεγασμένο χώρο, με ελεύθερη έστω είσοδο.

Τις κάνει να απευθύνονται στον οποιονδήποτε περαστικό - σε μαμάδες με μωρά στα καρότσια, ηλικιωμένους κυρίους που κοιτάνε αφ’ υψηλού όποιον συγγραφέα έπεται χρονικά του Μενέλαου Λουντέμη, πιτσιρικάδες με σκέιτ-μπορντ, ακόμα δε και οικονομικούς μετανάστες, που ίσως οι πατρίδες τους να ’ταν ασύγκριτα πιο βιβλιόφιλες από την ανεπτυγμένη Ελλάδα…

Οταν πέφτει το σούρουπο και μισοσκοτεινιάζει, έχεις για μια στιγμή την αίσθηση, σ’ ετούτες τις υπαίθριες εκθέσεις, πως τα βιβλία είναι φρούτα που ’χουν κοπεί απ’ τα δέντρα του πάρκου είτε φρεσκοπιασμένα ψάρια, τα οποία μόλις αδειάστηκαν στην προκυμαία και μεσ’ στα χέρια σου θα συνεχίσουν να σπαρταράνε…

* Ο Χρήστος Α. Χωμενίδης είναι συγγραφέας

(C) ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Κάδμου 7 & Δαιδάλου
Λιβαδειά 32100
τηλ. 22610.89970
fax 22610.81028