Μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου – Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ
Ο Τζωρτζ Στάινερ υπογραμμίζει την ακατάπαυστα απειλούμενη συνέχεια και την ευπάθεια του γραπτού, στρέφοντας παραδόξως ο ίδιος το ενδιαφέρον του σε εκείνους που θέλησαν -ή θέλουν- το τέλος του βιβλίου. Η λαμπρή προσέγγισή του στην ανάγνωση προχωράει παράλληλα με μια εκ βάθρων κριτική των νέων μορφών πλάνης, καθώς και της αδιαλλαξίας και της βαρβαρότητας που έχουν γεννηθεί στην καρδιά μιας τάχα φωτισμένης κοινωνίας.
Ένα βιβλίο για τη γλώσσα της σιωπής και για τη σημερινή φλυαρία.
Λαλέουσα Σφίγγα του Δημοσθένη Κούρτοβικ :
Με αξιοθαύμαστα θαρραλέο τρόπο ο Τζωρτζ Στάινερ θέτει υπό αμφισβήτηση τα βιβλία, χωρίς πάντα να έχει έτοιμες απαντήσεις.
Ωστόσο τα όσα λέει για τον εξουσιαστικό χαρακτήρα των βιβλίων προκαλούν επιφυλάξεις. «Αν η δύναμη ενός συγγραφέα είναι μορφή εξουσίας, τόσο το καλύτερο», σχολιάζει ο Δ. Κούρτοβικ
Ναι, σωπαίνουν τα βιβλία. Σωπαίνουν στα αγωνιώδη ερωτήματα που τους θέτουν όσοι τα αγάπησαν και τα αγαπούν, όσοι πέρασαν μια ολόκληρη ζωή μαζί τους και ωστόσο μπορούν να βλέπουν και λοξά αυτή την αγάπη τους, να στοχάζονται όχι μόνο με το πάθος τους, αλλά και γύρω από το πάθος τους. Οι φετιχιστές του βιβλίου από τη μια, οι πωρωμένοι επαγγελματίες του βιβλίου από την άλλη δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Αλλά ο Τζωρτζ Στάινερ δεν ανήκει σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Αυτός ο αναγεννησιακού τύπου λόγιοςφιγούρα θελκτικά παρωχημένη, έτσι κι αλλιώς, στην εποχή μας- αναταράζει τη μελιχρή ατμόσφαιρα του δειλινού της ζωής και της ένδοξης καριέρας του με πρωταρχικές απορίες γύρω από την, καθόλου αυτονόητη, περιπέτεια της ανάγνωσης. Δεν είναι άραγε το βιβλίο μια μορφή εξουσίας, δεν είναι η ανάγνωση μια πράξη επιβολής του συγγραφέα στον αναγνώστη, πράγμα που θαμποφέγγει άλλωστε στις ίδιες τις λέξεις author, auteur, Αutor, με ρίζα τους τη λατινική auctoritas, δηλαδή αυθεντία, κύρος; Δεν υπνωτίζουν άραγε τα βιβλία τις αισθήσεις μας, δεν μειώνουν την ευαισθησία μας στα ερεθίσματα της πραγματικής ζωής, είχε τάχα άδικο ο Σέλλεϋ, όταν έλεγε ότι ένας άνδρας ερωτευμένος με την Αντιγόνη του Σοφοκλή δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει τέτοια εμπειρία με μια πραγματική γυναίκα; Αν τα βιβλία εξευγενίζουν και εξυψώνουν τους ανθρώπους, πώς μπόρεσε η Γερμανία, η χώρα που τιμούσε τη μόρφωση όσο καμία άλλη, να βυθιστεί στον ναζιστικό ζόφο;
Αν η λογοκρισία στραγγαλίζει το πνεύμα, πώς να παραβλέψουμε ότι σε καθεστώς λογοκρισίας, και σαν να τράφηκαν από αυτό, γεννήθηκαν πολλά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πώς να μη θυμηθούμε τον Μπόρχες, που έλεγε ότι η λογοκρισία είναι η μητέρα της μεταφοράς;
Σωπαίνουν τα βιβλία πάνω σε τέτοια διλήμματα. Και ο Στάινερ δεν έχει απαντήσεις. Τα θέτει μάλιστα με την ταραχή κάποιου που δεν θα προλάβει να τις βρει ή έστω να τις προσεγγίσει. Υπάρχει σ΄ αυτό κάτι το αξιοθαύμαστα θαρραλέο, αλλά και ανησυχητικό, αν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βάσισε το έργο της ζωής του και το κύρος του στη σπουδαιότητα, ακριβώς, της γραπτής παράδοσης.
Η αμφισβήτηση των βιβλίων και της ανάγνωσης είναι πάντως πολύ παλιά υπόθεση και βρήκε εκφραστές ανάμεσα σε πολύ μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας γραμματείας, από τον Πλάτωνα ώς τον Γκαίτε. Ο Πλάτων θεωρούσε ότι η ανάγνωση ακυρώνει τη ζωντανή επικοινωνία, δηλαδή την προφορική, που κάνει τη συζήτηση δημόσιο γεγονός και επιτρέπει τον άμεσο αντίλογο, την επανεξέταση των επιχειρημάτων, τη διόρθωση των θέσεων. Αξίζει, βέβαια, να θυμηθούμε ότι ο Πλάτων είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα πιο αυταρχικούς συγγραφείς <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>που βγήκαν ποτέ. Η «δημοκρατικότητα» των διαλόγων του είναι προσχηματική. Και, χωρίς να ξέρω πόσο παρήγορο είναι αυτό για τον Στάινερ ή για όλους μας, αν ο Πλάτων ή και ο Γκαίτε μπορούσε να αναστηθεί στην εποχή μας και να δει πώς λειτουργεί η προφορική «επικοινωνία» σήμερα, πόσο τυποποιημένα, βιαστικά και σε τελική ανάλυση ματαιωτικά, είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσε χίλιες φορές την απομόνωση της ανάγνωσης.
Μια απομόνωση που, ωστόσο, γίνεται ολοένα δυσκολότερη στις μέρες μας. Τα βιβλία όχι μόνο σωπαίνουν, αλλά και απαιτούν τη σιωπή για το διάβασμά τους. Και η καθημερινή ζωή στην εποχή μας κυλάει σ΄ ένα καθεστώς θορύβου που δεν γνώρισαν οι προηγούμενες εποχές. Η ιδιωτικότητα έχει χάσει την πνευματική της διάσταση και έχει αποσκελετωθεί σε «προσωπικά δεδομένα», η περισυλλογή είναι μια έννοια που χάνεται σιγά σιγά, για να πάρει τη θέση της ο «διαλογισμός». Υπνωτιστική ή αφυπνιστική, η απορρόφηση σ΄ ένα βιβλίο δεν ευνοείται από τους αγχώδεις ρυθμούς και τον πληροφορικό ορυμαγδό των καιρών μας.
Λογικό; Λογικό. Αλλά τότε πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι εκδίδονται τόσο πολλά βιβλία, ολοένα περισσότερα, περισσότερα παρά ποτέ, κι ας είναι, όπως αναγνωρίζει ο Στάινερ, αυτή η υπερπληθώρα, με τη συνακόλουθη, αναπόφευκτη πτώση του επιπέδου της ποιότητας, μεγαλύτερη απειλή για την αναγνωστική παιδεία από την έλλειψη χρόνου και ηρεμίας; Πώς να εξηγήσουμε το ότι τόσο πολλοί άνθρωποι, ολοένα περισσότεροι, περισσότεροι από ποτέ στην Ιστορία, γράφουν και εκδίδουν βιβλία; Πού βρίσκουν όλοι αυτοί τον χρόνο και την όρεξη να φτιάξουν κάτι που, όπως ακούμε συνεχώς, θα είναι οσονούπω μουσειακό είδος; ΄Η μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως το βιβλίο διατηρεί μια μυστηριακή αίγλη ακόμα και για ανθρώπους που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν την απόρριψη ή την υπέρβασή του- computer freaks, αστέρες της show biz, υπερκινητικούς executives;
Από όλες τις αμφιβολίες του Στάινερ, εκείνη την οποία συμμερίζομαι λιγότερο αφορά τον εξουσιαστικό χαρακτήρα της σχέσης συγγραφέα- αναγνώστη. Ας μην παίζουμε με τις λέξεις και, προπαντός, ας απαλλαγούμε επιτέλους από τον αντιεξουσιαστικό, απόλυτα (και εξουσιαστικά!) στείρο ισοπεδωτισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Κάποιες μορφές εξουσίας καλώς υπάρχουν, και αν η δύναμη ενός συγγραφέα ανήκει σ΄ αυτές, τόσο το καλύτερο. Ποιος είπε ότι οι αναγνώστες στενάζουν στα δεσμά τους και ποθούν την ελευθερία που ονειρεύονται γι΄ αυτούς οι μεταμοντέρνοι ζονγκλέρ της θεωρίας; Ο <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>ίδιος ο Στάινερ σημειώνει την παταγώδη αποτυχία των προγραμμάτων διαδραστικής γραφής, όπου οι αναγνώστες συνδημιουργούσαν με τον συγγραφέα το κείμενο. Γνωστοί μυθιστοριογράφοι, όπως ο Τζων ΄Απνταϊκ, που δοκίμασαν αυτή τη μέθοδο αναγκάστηκαν να διαπιστώσουν ότι το ενδιαφέρον της άλλης πλευράς ήταν εφήμερο. Αν νοσταλγούμε την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας στις προ-αναγνωστικές κουλτούρες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι σ΄ αυτές ανήκει και η μορφή του παραμυθά ραψωδού, μακρινού προγόνου του μυθιστοριογράφου. Και, από όσο ξέρουμε, ο ραψωδός δεν ρωτούσε τους ακροατές <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>του πώς ήθελαν να συνεχιστεί η ιστορία του. Ούτε, φυσικά, οι γητειές της αφήγησής του σκότωναν τα σπέρματα της αμφισβήτησης στους πιο ανευλαβείς από αυτούς. Κάθε Ιλιάδα έχει τη Βατραχομυομαχία της!
Όσο για το αν τα βιβλία οδηγούν στην αρετή, ε, ξέρουμε εδώ και πολύ καιρό ότι δεν είναι και ποτέ δεν ήταν έτσι. Ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς υπάρχουν πολλά καθάρματα και ανάμεσα στους μεγάλους εγκληματίες πολλοί βιβλιόφιλοι. ΄Ισως υπάρχουν ακόμα περισσότερα καθάρματα και εγκληματίες ανάμεσα σ΄ <?xml version="1.0" encoding="utf-8"?>εκείνους που αδιαφορούν για τα βιβλία ή τα μισούν, αν αυτό μας παρηγορεί. Τα βιβλία δεν μπορούν να κάνουν τους αχρείους καλούς ούτε τους βλάκες έξυπνους. Μπορούν, όμως, να κάνουν τους καλούς καλύτερους και τους έξυπνους εξυπνότερους.
Είναι τόσο σίγουρο αυτό; Καθόλου! Όπως όλα όσα έχουν να κάνουν με τη χρησιμότητα των βιβλίων, επιδέχεται αμφισβήτηση και ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδειχτεί η ορθότητά του. Αλλά, επιτέλους, η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, η συνεχής επανεξέταση, η αιώνια αναζήτηση είναι η ουσία της ιστορίας του βιβλίου. Και, ίσως, η ουσία της ανθρωπιάς.