Για να οριοθετήσουμε το ιστορικό από τα άλλα είδη μυθιστορήματος (κοινωνικό, πολιτικό, βιογραφικό κ.τ.λ.) δεν αρκεί να διαπιστώσουμε την ιστορικότητά του. Στο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να υπάρχει μια χρονική απόσταση μιας τουλάχιστον γενιάς ανάμεσα στον χρόνο της ιστορικής πράξης και στον χρόνο της γραφής του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπότιτλος του γενέθλιου έργου τού νεότερου ιστορικού μυθιστορήματος, του «Waverley» (1814) του Σκοτσέζου W. Scott, είναι: «'Tis sixty years since» («Πάνε εξήντα χρόνια από τότε»).
Αυτό σημαίνει ότι στο ιστορικό μυθιστόρημα δεν διαδραματίζεται η βίωση του ιστορικού παρόντος από τον συγγραφέα αλλά η αναβίωση του ιστορικού παρελθόντος, όπως αυτό έχει καταγραφεί στην (επιστημονική) ιστοριογραφία και στις γραπτές ιστορικές πηγές και μαρτυρίες.
Γενέτειρα του ιστορικού μυθιστορήματος ήταν η Αγγλία του 19ου αιώνα και τροφός του, η αγγλική ιστοριογραφία στο β' μισό του προηγούμενου αιώνα (D. Hume, W. Robertson, Ο. Goldsmith, Ε. Gibbon). Το νέο αυτό αφηγηματικό είδος διαδόθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ρωσία)· στην Ελλάδα έφτασε, εννοείται με τη σχετική καθυστέρηση, από τα 1850 (Α.Ρ. Ραγκαβής, «Ο Αυθέντης του Μορέως»), και ήδη τα όψιμα ιστορικά μυθιστορήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη («Η μετανάστις», 1879/80· «Οι έμποροι των εθνών», 1882/83· «Η Γυφτοπούλα», 1884) σηματοδοτούν την παρακμή του αφηγηματικού αυτού είδους, πριν καν φτάσει στην ακμή του.
Μια δεύτερη, συντομότερη, αναλαμπή γνώρισε το είδος στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1945-1960. Τώρα, οι μικροαστοί της Γενιάς του '30 (Α. Τερζάκης, «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», 1937-38/1945· Θ. Πετσάλης, «Οι Μαυρόλυκοι», 1947-48· Π. Πρεβελάκης, «Ο Κρητικός», 1948-50), συνοδοιπόροι της δικτατορίας του Μεταξά και συνεκφραστές του δόγματος της «ελληνικότητας», που είχαν κωφεύσει, οπορτουνιστικότατα, στο προσκλητήριο της Αντίστασης, θα καταφύγουν στο μακρινό «εθνικό» ιστορικό παρελθόν της Φραγκοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του '21, για ν' αποφύγουν και τις δικές τους ευθύνες για τις χαίνουσες ακόμα πληγές του πρόσφατου ιστορικού παρόντος της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.
Η τελευταία φάση του ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα ορίζεται χρονικά από τα 1990 και διακρίνεται από τις προηγούμενες, όχι ποιοτικά, αλλά ποσοτικά: πρόκειται για μιαν εντυπωσιακή υπερπαραγωγή τίτλων και εκδόσεων. Το ιστορικό στίγμα ενός ήδη θνησιμαίου λογοτεχνικού-αφηγηματικού είδους πρέπει, προφανώς, ν' αναζητηθεί στην τελική φάση της παγκοσμιοποίησης, στην αναζωπύρωση των -«εθνικών»- ιστορικών σπουδών και στη σύγχυση μεταξύ ιστοριογραφίας και μυθοπλασίας, όπως τα σκιαγράφησα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου.
Απλοϊκή και για τούτο αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία του συγγραφέα ενός από τα εντελώς νέα αυτά μυθιστορήματα (Ι. Ζούργος, «Η Αηδονόπιτα, 2008, σ. 589-590): «Η "Αηδονόπιτα" γεμίζει τις σελίδες της μέσα από το χαντάκι των ιστορικών γεγονότων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η αποστολή τού Γκάμπριελ με σκοπό να συναντήσει τον πλοίαρχο Ρότζερς στο Αιγαίο -δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να δείχνει πως οι πολιορκημένοι είχαν συζητήσει κάποια ανάλογη πρωτοβουλία. Ολοι οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι φανταστικοί, γεννιούνται απ' τα κύτταρα της ιστορίας αλλά πλάθουν το μικρόκοσμό τους στο εργαστήρι του μύθου».
Και αυτή η μαρτυρία επιβεβαιώνει ότι το ιστορικό μυθιστόρημα είναι εκ γενετής και εξ ορισμού ένα ερμαφρόδιτο λογοτεχνικό είδος· προσπαθώντας όμως να συγχωνέψει το πραγματικό με το φανταστικό, την ιστορία με τη μυθοπλασία, αποτυχαίνει και στα δύο. Το ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί τότε μόνο να διασωθεί, όταν ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί ενσυνείδητα το ιστορικό παρελθόν ως μιαν ειρωνική μάσκα για την κριτική ανατροπή του ιστορικού παρόντος, όπως έκαναν λ.χ. ο Εμμ. Ροΐδης («Η Πάπισσα Ιωάννα», 1866) και ο Β. Brecht («Οι μπίζνες του κυρίου Ιουλίου-Καίσαρος», 1938/39).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου