Θεοτοκάς, Σεφέρης και Καραγάτσης ανταλλάσσουν δημόσια απόψεις μέσω επιστολών για το θέμα της Κύπρου το 1954
Ολοι τις περιμένουν, και πάντα προκαλούν αντιδράσεις. Οι γνώμες, οι απόψεις, οι αναλύσεις των διανοουμένων και των αναλυτών, σε στιγμές εθνικής ή κοινωνικής κρίσης, αναμένονται πάντα με ενδιαφέρον. Ανθρωποι του πνεύματος, των γραμμάτων, της επιστήμης ή της πολιτικής επιχειρούν να ερμηνεύσουν ή να τοποθετηθούν σε θέματα που απασχολούν, κάθε φορά την κοινωνία. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι τοποθετήσεις τους προκαλούν νέες εντάσεις, νέες συμμαχίες, νέα στρατόπεδα σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης, νέους κραδασμούς.
Η «Κ» ξαναθυμίζει σήμερα πώς τρεις συγγραφείς της γενιάς του ’30 τοποθετήθηκαν στο θέμα της Κύπρου το 1954, λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Αγγλους και ενώ στην Αθήνα κυριαρχούσαν οι μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (ευγενής, αλλά ευθύς) δημοσίευσε, το 1954, ένα κείμενο στην «Κ», στο οποίο κρίνει τη στάση Ελλήνων και Αγγλων, ανιχνεύει λάθη εκατέρωθεν, επικρίνει επιλογές και πρωτοβουλίες. Του απάντησε ο Γιώργος Σεφέρης (ποιητικός και συναισθηματικός) με μια επιστολή του από τη Βηρυτό. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, όμως, δέχεται και μια επιστολή από τον Μ. Καραγάτση (πληθωρικός και άμεσος), που για πρώτη φορά δίνεται στη δημοσιότητα. Είναι ένα κείμενο που βρισκόταν στο αρχείο Γιώργου Θεοτοκά, αλλά λάνθανε.
Τρία κείμενα που υπογραμμίζουν ένα θέμα πάντα επίκαιρο: ποια είναι η θέση των διανοουμένων σε περιόδους διαπραγμάτευσης κρίσιμων θεμάτων; Οφείλουν να φωτίζουν και άλλες πλευρές των πραγμάτων, ακόμα κι όταν η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το ακούσει; Τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα και στην Ελλάδα, οι εκρήξεις οργής, αντίδρασης και βίας, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά, οι λέξεις επιχείρησαν να ερμηνεύσουν και να κρίνουν, οι αντιδικίες για μια ακόμα φορά ακολούθησαν τις απόψεις που εκφράστηκαν. Τα τρία κείμενα, των Θεοτοκά, Σεφέρη, Καραγάτση, υπενθυμίζουν στάσεις και συμπεριφορές των διανοητών που πάντα ισχύουν σε περιόδους κρίσης, αλλά αποκαλύπτουν τις αντιλήψεις και την προσωπικότητα καθενός από τους γράφοντες.
Το κείμενο Θεοτοκά και η αντίδραση Σεφέρη
Στις 22 Δεκεμβρίου 1954 ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην «Κ» ένα κείμενο με τίτλο «Ελληνες και Αγγλοι - Σκέψεις εξ αφορμής του Κυπριακού», το οποίο περιλαμβάνεται στο δίτομο έργο «Στοχασμοί και θέσεις - Πολιτικά κείμενα 1925-1966» (Εκδ. Εστία). «Οσοι έχουν τον τρόπο να εκφράζονται δημοσίως οφείλουν, όσο είναι καιρός, να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου». Στη συνέχεια κάνει μια αναδρομή στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας και συνεχίζει με κριτική τοποθέτηση στους πολιτικούς χειρισμούς από τις δύο πλευρές: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, για κάθε απροκατάληπτο τρίτο, η κύρια ευθύνη βαρύνει τους αρμόδιους Βρετανούς υπουργούς. Οι Ελληνες επικαλούνται το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών, δηλαδή μίαν από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική φιλοσοφία του δυτικού πολιτισμού. Οι Αγγλοι επικαλούνται τις ανάγκες της στρατηγικής τους και φοβούνται, προφανώς, ότι η υποχώρησή τους στην Κύπρο θα τους αναγκάση να υποχωρήσουν και σε άλλα σημεία του χάρτη. (...) Ας πούμε τώρα και τα δικά μας λάθη... (...) Λάθος ήταν ο φανατισμένος τόνος που προσέλαβε συχνά η ελληνική προπαγάνδα και η ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου. Φαντάζεται κανείς σοβαρά ότι οι εκκλήσεις προς το μίσος, οι προσβολές ξένων σημαιών και οι καταστροφές γραφείων και βιβλιοθηκών αποτελούνε επιχειρήματα που πρόκειται να ενισχύσουν τη διεθνή μας θέση; Ποιον πάμε να πείσωμε με τα μέσα αυτά;»
Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, του απαντά από τη Βηρυτό (η επιστολή δημοσιεύεται στον τόμο «Αλληλογραφία Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης, 1930-1966)», εκδ. Ερμής. «...Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Ελληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”. (...) Απόκριση σ’ αυτό το αίτημα της συνείδησης περίμενα να βρω στο άρθρο σου, Γιώργο. Θα μου πεις: δεν ήταν το θέμα μου – έπρεπε να είναι κι αυτό».
Η επιστολή Καραγάτση (31.12.1954)
Αγαπητέ Γιώργο,
Αργά διάβασα το περί Κύπρου άρθρο σου στην «Καθημερινή». Χρέος μου να σε συγχαρώ για τη νηφαλιότητα των απόψεών σου. Το ότι δεν συμφωνώ σε πολλά σημεία (ιδίως σε ό,τι αφορά την προϊστορία των ελληνο-βρετανικών σχέσεων) δεν έχει σημασία. Ο αγοραίος όμως τρόπος –ο ενθυμίζω δηλιγιαννική πολιτική σαπρία– με τον οποίο έγινε ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χειρισμός ενός τόσο σοβαρού εθνικού ζητήματος με έκανε, πολλές φορές, να αηδιάσω. Μισώ το πεζοδρόμιο. Μισώ την ψευδορρητορική πομφόλυγα. Μισώ την επιπόλαια ταρταρινική προκλητικότητα, που μας γελοιοποιεί ανεπανόρθωτα στη διεθνή γνώμη. Με κάτι τέτοιες ευτράπελες μπαλαφάρες ο παλαιοκομματισμός χαντάκωσε τις εθνικές μας επιδιώξεις, τον περασμένο αιώνα. Δυστυχώς η βρετανική πολιτική υπέθαλπε, στην Ελλάδα, αυτή την ευτράπελη πολιτική ατμόσφαιρα, που τόσο εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Οταν όμως οι Αγγλοι είδαν πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε τη σφραγίδα της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή μας (και πως συνεπώς τα διαλυτικά τεχνάσματά τους δεν έπιαναν πια τόπο) με πολιτική ευστροφία αξιοθαύμαστη επήραν την Ελλάδα στα σοβαρά, και την οδήγησαν στην Τσατάλτζα και στη Σμύρνη. Οταν πάλι ξαναγινήκαμε πολιτικώς ευτράπελοι, οι Βρετανοί ξαναγύρισαν στην παλιά διαλυτική πολιτική τους. Και γεννιέται το ερώτημα: φταιν οι Βρετανοί που μας διαλύουν πολιτικώς; Ή εμείς που προσφερόμεθα βλακωδέστατα στη διαβρωτική επενέργεια των Βρετανών; Οι Αγγλοι κάνουν τη δουλειά τους· κι όπως ξέρεις, στις business συναισθηματισμοί δεν στέκονται...
Στο ζήτημα της Κύπρου έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας. Μέσα στο σημερινό κυρίαρχο κλίμα της δημοκρατίας και της αυτοδιαθέσεως των λαών, ένας ήρεμος και σοβαρός πολιτικός χειρισμός θα μας οδηγούσε –αργά ίσως αλλά ασφαλώς– στην επιτυχία. Προτιμήσαμε το πεζοδρόμιο, τον κούφιο ψευδολυρισμό και τις φωνασκίες χυδαίων ρασοφόρων και ηλίθιων καθηγητάδων ενός δήθεν Πανεπιστημίου. Ετσι, γενήκαμε καταγέλαστοι. Σκατά!
Δικός σου
Μ. Καραγάτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου