Το Σάββατο το μεσημέρι η κίνηση είναι αυξημένη στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Σόλωνος, όπως και στο κέντρο του Χαλανδρίου, στην Κηφισιά, στη Γλυφάδα. Παιδιά με σακούλες, μαμάδες με λίστες σούπερ μάρκετ, μπαμπάδες με κινητό - σκουλαρίκι, νταντάδες όλων των εθνικοτήτων σε ρόλο μπράβων... Τα βιβλιοπωλεία έχουν εξελιχθεί σε τόπο συνάντησης, όχι απαραίτητα για τις «διαβαστερές» οικογένειες, αλλά σαν μία «ανέξοδη» σχετικά διέξοδος για ένα πρωινό που τα παιδιά δεν έχουν συνήθως κάτι καλύτερο να κάνουν.
Παρουσιάσεις παιδικών βιβλίων, Σάββατο 12 και κάτι. Μαξιλάρες στο πάτωμα, για λίγους και συνεπείς, ένας με δύο παρουσιαστές στο ρόλο του δασκάλου, καθώς τις περισσότερες φορές, ο συγγραφέας επιχειρεί την ανάγνωση του βιβλίου του. Τα παιδιά εύκολα βαριούνται, ευκολότερα κουράζονται, ακόμη ευκολότερα αντιδρούν και φωνάζουν. Κι εκεί ξεκινάει το δράμα. Για όλους. Γιατί το βασικό πρόβλημα σε αυτές τις εκδηλώσεις είναι ότι στήνονται με απίστευτη προχειρότητα. Η δραματοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι ποτέ έτσι, όπως θα έπρεπε σχεδιασμένη, με αποτέλεσμα στο πρώτο δεκάλεπτο (για να μην πούμε νωρίτερα) τα μισά παιδιά να έχουν αλλάξει θέση. Ιδανική λύση θα ήταν οι μικροί καλεσμένοι να αγαπήσουν το βιβλίο. Η κόρη μου, για παράδειγμα, που έχει μάθει να αγαπάει τα βιβλία, να τα σέβεται, ξέρει τι είναι εξώφυλλο, ποια είναι η δουλειά ενός συγγραφέα, γιατί δεν θα πρέπει να τα σκίζουμε, σπανίως ζητάει να περάσουμε από το ταμείο στο τέλος για να ξαναδιαβάσουμε στο σπίτι τον τίτλο που μόλις άκουσε. Ζητάει άλλα...
Συνωστισμός
Σε τέτοιου είδους βιβλιοπαρουσιάσεις έχει τύχει να φύγουμε τρέχοντας, με κίνδυνο για τη ζωή μας. Γιατί ακριβώς επειδή η είσοδος είναι ελεύθερη και το ραντεβού συγκεκριμένο, ο συνωστισμός είναι δεδομένος και ο χώρος, σίγουρα όχι ο καταλληλότερος. Και δεν μιλάμε για δημοφιλείς τίτλους, όπως Χάρι Πότερ, γιατί εκεί θα ήταν αυτοκαταστροφικό και μόνο να το τολμήσουμε. Αν είναι και λίγο γνωστός ο αφηγητής ή ο ηθοποιός που θα διαβάσει το βιβλίο, τότε δεν το γλιτώνεις με τίποτα το ποδοπάτημα. Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Ενα ακόμη πρόβλημα: ότι όποιος το αποφασίσει, βαφτίζεται συγγραφέας. Βρίσκει κι έναν εικονογράφο και στήνει τη δική του παράσταση. Με κλισέ, απλοϊκές ιστορίες, σαν έκθεση Α΄ Δημοτικού. Είναι η στιγμή που ξεχνάμε ότι απευθυνόμαστε σε παιδιά και νομίζουμε ότι μιλάμε σε μωρά ή, το χειρότερο ακόμη, σε κάποιον που δεν καταλαβαίνει τι λέμε. Τα παιδιά όμως τα καταλαβαίνουν όλα. Κι αν αναζητούν τρόπο φυγής από τέτοιου είδους παρουσιάσεις είναι γιατί ξέρουν ότι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα.
«Μαμά, φεύγουμε;»
Πότε θα κερδίσουν; Ευτυχώς έχουμε υπάρξει και τυχεροί. Κι έχουμε βρεθεί σε αναγνώσεις με συνοδεία μουσικών οργάνων, όπου τα τύμπανα, οι καστανιέτες, οι μαράκες, έχουν κάνει τον γύρο και ανάμεσα στους μικρούς καλεσμένους, με μαριονέτες και μικροσκοπικά σκηνικά, με ηθοποιούς και τραγουδιστές που διέκριναν τα όρια, χωρίς να τα παραβιάσουν.
Πρόσφατα βρεθήκαμε σε μια τέτοια παρουσίαση. Είχαμε αργήσει λίγο αλλά σαν να το είχαμε μυριστεί ότι δεν χάναμε και τίποτα σπουδαίο. Οι δύο συγγραφείς και ομιλητές έθεταν ερωτήσεις... «Ξέρει κανένα παιδάκι να μας πει γιατί δεν βλέπουμε τηλεόραση όταν τρώμε;». Σιωπή. «Μήπως για να μη βγάλουμε κανένα μάτι με το πιρούνι;», η απάντηση από τον ίδιο ομιλητή. «Μαμά, θέλω να φύγουμε», ψιθύρισε η κόρη μου. Τι σύμπτωση. Κι εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου