(διήγημα από το “Οι Δουβλινέζοι” του Τζ. Τζόϋς)
Μια 19χρονη κοπέλα που σκοπεύει να εγκαταλείψει το σπίτι της, αγναντεύει από το παράθυρο τη γειτονιά του Δουβλίνου όπου μεγάλωσε. Το δικό της καφετί φτωχικό σπιτάκι έρχεται σε αντίθεση με τα ωραία κόκκινα σπίτια με τα τούβλα και τις γιαλιστερές σκεπές. Ωστόσο ακουμπάει με αγάπη το μάγουλο στη σκονισμένη κρετόν κουρτίνα και ξανακοιτάει τρυφερά τα οικεία αντικείμενα και τις κιτρινισμένες φωτογραφίες και σαν άλλος Προυστ με όλες τις αισθήσεις της, αναπολεί τις ελάχιστες ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές: ένα πικνίκ στην εξοχή, ένα πρωινό που ο πατέρας της τη φρόντισε ενώ ήταν άρρωστη. Ένας πατέρας βίαιος, αλκοολικός που φέρεται με σκληρότητα σε όλους. Της κρατά το μισθό της, δεν της δίνει ούτε χαρτζηλίκι και θέλει να τη χωρίσει από το Φρανκ που είναι η χαρά της ζωής,γεροδεμένος,αισιόδοξος, με αγάπη για τη μουσική και το θέατρο, που θέλει να την παντρευτεί και να εγκατασταθούν στο Μπουένος Άυρες. Ξαφνικά όμως στην αποβάθρα, εκείνη ακούει τη μελωδία από μια ρομβία που της θυμίζει τη μέρα του θανάτου της μητέρας της στην οποία είχε υποσχεθεί να φροντίζει πάντα την οικογένεια. Έτσι αποφασίζει να μη φύγει,δέσμια του καθήκοντος, της οικογένειας και της μίζερης ζωής της στο Δουβλίνο.
Η Έβλιν έχει μάθει να ζει χωρίς ευτυχία, είναι συναισθηματικά κουτσουρεμένη. Τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα, η μητέρα της κι ο αδελφός της Έρνεστ, έχουν πεθάνει ενώ ο αδελφός της Χάρι λείπει σχεδόν πάντα για δουλειές. Στη δουλειά της η προϊσταμένη της την ειρωνεύεται και την προσβάλλει συνέχεια. Κανένα ωραίο συναίσθημα δεν μπορεί να νιώσει στην πληρότητά του (είναι μάλλον ευτυχισμένη, δεν την εύρισκε εντελώς ανεπιθύμητη, ο Φρανκ θα της έδινε χαρά, ίσως ακόμη και αγάπη). Οι ενοχές λοιπόν,είναι τα μόνα συναισθήματα που μπορεί να αισθανθεί πλήρως. Η ευτυχία δεν της ανήκει, ο ξένος τόπος δεν της ταιριάζει, η φυγή είναι για άλλους, το θλιβερό Δουβλίνο είναι το πεπρωμένο της.
ΒΕΡΑ ΠΕΛΕΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου