Ο Αφγανός Ατίκ Ραχιμί πήρε το βραβείο Γκονκούρ και έκανε αισθητή τη διασπορά της χώρας του
ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Η βράβευση του Ατίκ Ραχιμί (Atiq Rahimi) με το Γκονκούρ για το 2008 δείχνει να σηματοδοτεί την ολοένα και πιο ισχυρή παρουσία της αφγανικής διασποράς στη διεθνή σκηνή. Η βράβευση του 46χρονου Ραχιμί για το μυθιστόρημά του «Syngue Sabour», που στα περσικά σημαίνει «Η πέτρα της υπομονής» (έτσι θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» μετά τις γιορτές), ήταν για πολλούς μια πολιτική απόφαση της κριτικής επιτροπής των Prix Goncourt, που με ψήφους επτά έναντι τριών πρόσφερε το μεγάλου κύρους έπαθλο στον Αφγανό δημιουργό.
Αμερική - Γαλλία
Για πολλούς, ο Ατίκ Ραχιμί είναι το συμπλήρωμα ή ο αντίποδας του Καλέντ Χοσεϊνί (Khaled Hosseini), του διάσημου, πλέον, συγγραφέα του «Χαρταετοί πάνω από την πόλη» και «Στη χώρα των χρυσών ήλιων», και τα δύο διεθνή μπεστ σέλερ. Γεννημένοι και οι δύο στη δεκαετία του ’60 (το 1962 ο Ραχιμί,το 1965 ο Χοσεϊνί), πρόλαβαν να ζήσουν τη μεσοαστική ζωή της Καμπούλ και να εκτεθούν στη δυτική παιδεία. Μετά την «καταστροφή της πατρίδας τους», έφυγαν νεότατοι και έγιναν κομμάτι της μεγάλης αφγανικής διασποράς στη Δύση. Ο Χοσεϊνί ενσωματώθηκε τελικά στη διασπορά της Αμερικής, ο Ραχιμί, στη διασπορά της Γαλλίας.
Οπως με κάθε διασπορά, συνέβησαν δύο πράγματα. Από τη μια, βοήθεια στην πατρίδα μέσα από την καλλιέργεια της κοινής γνώμης στη Δύση, και από την άλλη, αποστράγγιση της πατρίδας από ανθρώπινο δυναμικό. Η εγκατάλειψη του Αφγανιστάν από όλους σχεδόν τους μορφωμένους αστούς, τους επιστήμονες και τους διανοούμενους υπήρξε μία πνευματική αιμορραγία που άφησε τη χώρα στο έλεος των εξτρεμιστικών στοιχείων.
Αυτό, βέβαια, που προσέφερε ο Χοσεϊνί στο Αφγανιστάν με τους «Χαρταετούς» (έστω και αν η κινηματογραφική μεταφορά ήταν μελό, αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο), θα είναι αρκετά δύσκολο για τον Ραχιμί να το επαναλάβει. Κατ’ αρχάς, ο Χοσεϊνί -που μένει στην Καλιφόρνια- είναι «αμερικανοποιημένος» και μέσα, πλέον, στον μηχανισμό της αγοράς.
Ο Ραχιμί είναι «Γάλλος» εδώ και πάνω από 20 χρόνια, συγγραφέας ήδη ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος που στα ελληνικά έχει τίτλο «Στάχτες και Χώμα» (εκδ. Ψυχογιός, 2002). Βρίσκεται στο Παρίσι, στην πιο ανοικτή, στις ξένες λογοτεχνίες, πόλη, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγοι όσοι δυσαρεστήθηκαν που το Γκονκούρ δόθηκε σε Αφγανό. Είναι η κλασική περίπτωση του γαλλοτραφούς ανατολίτη αστού που έφτασε από ανάγκη σε μια μυθοποιημένη στη φαντασία του Γαλλία και που πέρασε αναγκαστικά μέσα από την απομυθοποίηση και την εκ νέου επαναξιολόγηση της πραγματικότητας.
«Γεννήθηκα στην Καμπούλ το 1962», έχει πει σε συνέντευξή του. «Ο πατέρας μου ήταν περιφερειάρχης και λάτρης του γαλλικού πολιτισμού. Λάτρευε τους “Αθλίους” του Βίκτωρος Ουγκώ και είχε τη συνήθεια να αποκαλεί όσους συμπαθούσε “Γιάννη Αγιάννη”. Το 1973, όταν ήμουν 11, με έστειλε στο Esteqlal (Ανεξαρτησία), το γαλλόφωνο λύκειο αρρένων της Καμπούλ. Εκείνη τη χρονιά άλλαξε η ζωή μου. Εκείνη τη χρονιά ανατράπηκε και η μοναρχία. Ο πατέρας μου συνελήφθη από τη νέα κυβέρνηση και εξαφανίστηκε για τέσσερα χρόνια. Το 1978 έγινε δεύτερο πραξικόπημα και ένα χρόνο μετά εισέβαλε η Σοβιετική Ενωση. Αυτό ήταν για την πατρίδα μου η αρχή για την κατάδυση στην κόλαση».
Το 1984, όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αρνήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα. Κατέφυγε στο Πακιστάν (όπως χιλιάδες, τότε, Αφγανοί - ανάλογες σκηνές περιγράφει και ο Καλέντ Χοσεϊνί) και ζήτησε άσυλο στη γαλλική πρεσβεία. «Θυμάμαι τους πρώτους μου μήνες στη Γαλλία. Ζούσα σε ένα χωριουδάκι κοντά στη Ρουέν. Είχα καταφέρει να βρω ένα αντίτυπο του “Εραστή” της Μαργκερίτ Ντυράς, που είχε τότε μόλις εκδοθεί. Περνούσα τον χρόνο μου διαβάζοντας για να ξεχνάω τον ήχο των όπλων και τη φρίκη του πολέμου».
Η σχέση του με το γράψιμο είχε αρχίσει από τα 12 του. Αλλά όταν έφτασε στη Γαλλία, την πολυπόθητη χώρα, στέρεψε. «Ενιωσα ανήμπορος να γράψω στα γαλλικά, και ποιος θα διάβαζε τη δουλειά μου στα περσικά; Επρεπε να φτάσει το 1996 για να ζωντανέψει η επιθυμία μου για γράψιμο. Οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει την Καμπούλ και ο κόσμος παρέμενε απαθής. Τότε έγραψα το “Στάχτες και Χώμα”, ως διαμαρτυρία για την εγκατάλειψη του αφγανικού λαού από τη διεθνή κοινότητα».
[via]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου