Δεν θέλω να γίνω ο Ιησούς Χριστός της λογοτεχνίας», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Τζέιμς Τζόις. Κι, όμως, όπως σημειώνει η βιογράφος του, Εντνα Ο' Μπράιαν, «θέλοντας και μη, αυτή ήταν η μοίρα του. Οι σύντομες ιστορίες που άρχισε να γράφει όταν ήταν είκοσι δύο χρόνων δεν βρήκαν εκδότη προτού γίνει τριάντα δύο και αφού είχε κάνει το γύρο σαράντα εκδοτικών οίκων!»
Ο λόγος για τους «Δουβλινέζους», ένα μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής κατά τη βικτοριανή εποχή.
Οι υπόγεια συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες των «Δουβλινέζων» (1914), εικόνες όλες τους μιας πόλης που ο Τζόις ισχυριζόταν ότι μισεί, θεωρήθηκαν τόσο προσβλητικές για τους Ιρλανδούς ώστε καίγονταν από τους τυπογράφους... Με υλικό αντλημένο από τα παιδικά και νεανικά του βιώματα, αποτυπώνουν την ασφυξία, την οργή αλλά και την αλλόκοτη τρυφερότητα που ένιωθε ο μετέπειτα δημιουργός του «Οδυσσέα» για τη γενέτειρά του, όπως και την εσωτερική σύγκρουση που τον ταλάνιζε, καθώς είχε ήδη αποφασίσει να ζήσει, αυτοεξόριστος, μακριά της.
Οι ήρωες των «Δουβλινέζων», τριαντάρηδες αλλά και μικρά παιδιά, αλήτες, υπάλληλοι, εργένηδες ή παντρεμένοι, άντρες αγριεμένοι κι εκδικητικοί και γυναίκες κουρασμένες δίχως ψευδαισθήσεις, παρουσιάζονται παγιδευμένοι μέσα στο αλκοόλ, τη φτώχεια και τον καταπιεσμένο τους ερωτισμό, τη σκληρότητα της Εκκλησίας και την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, ανήμποροι να μεταβάλουν το πεπρωμένο τους.
Γόνος ευκατάστατης και πολυπληθούς οικογένειας που γρήγορα ξέπεσε
κοινωνικά, ο Τζέιμς Τζόις (1882-1941) μαθήτευσε μεν πλάι στους Ιησουίτες εντρυφώντας στη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη, μελέτησε σε βάθος από τον Αριστοτέλη ώς τον Ιψεν κι από τον Δάντη ώς τον Μαλαρμέ, αλλά το πραγματικό και πικρό του σχολείο ήταν οι καβγάδες, οι θάνατοι, η πείνα και τα μόνιμα οικονομικά βάσανα που τον έκαναν να περιφρονεί τη χώρα του και την οικογένειά του. Τα κηρύγματα των ιερωμένων τον γέμιζαν τρόμο και αποστροφή. Εφηβος ακόμα, διέρρηξε τις σχέσεις του με την Καθολική Εκκλησία, όχι όμως και με τον Θεό.
Ο θυμός του πάντως μπροστά στην αμάθεια και τον επαρχιωτισμό του Δουβλίνου ποτέ δεν καταλάγιασε. Από νωρίς, έδειξε αποφασισμένος ν' ανακαλύψει ξανά την πόλη, οι λογοτεχνικοί κύκλοι της οποίας τον είχαν αρνηθεί, να γίνει ο ποιητής της φυλής του. Και πράγματι, υπήρξε ο πρώτος ιρλανδός καθολικός που κατέστησε την εμπειρία και το περιβάλλον του αναγνωρίσιμα στην οικουμένη.
Οσες επιρροές κι αν εντοπιστούν στους «Δουβλινέζους» από τον Τσέχοφ ή τον Φλομπέρ, παραμένουν ένα αξιοθαύμαστο κατόρθωμα για έναν τόσο νέο ακόμα συγγραφέα. Οι δεκαπέντε ιστορίες του βιβλίου (η τελευταία, «Ο νεκρός», υπήρξε και το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον) ούτε απλά νατουραλιστικά σκίτσα είναι, ούτε όμως και κατασκευές με σύνθετο συμβολισμό. Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόις, μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας παθητικής, στερημένης από πνευματικό σφρίγος. Και, ταυτόχρονα, προσφέρουν μια πρώτη γεύση του κινούμενου σε διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα αφηγηματικού ύφους, που καθιέρωσε τον Τζόις ως τον σημαντικότερο ανανεωτή της λογοτεχνίας κατά τον 20ό αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου