Εχοντας πάρει μέρος ως διοικητής πυροβολαρχίας σ' όλες τις μάχες που έγιναν από το Οριόλ ώς την ανατολική Πρωσία και έχοντας τιμηθεί με τα μετάλλια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και του Ερυθρού Αστέρα, ο Αλεξάντερ Ισαάγεβιτς Σολζενίτσιν (1918-2008) έκανε στη ζωή του ένα λάθος: αλληλογραφώντας με τον παιδικό του φίλο Ν. Ντ. Βιτκέβιτς, σχολίασε άσχημα τον Στάλιν. Τον συνέλαβαν το 1945 για να απελευθερωθεί εν τέλει το 1956, έχοντας στις αποσκευές του ανάμεσα σε άλλα κι ένα μεγάλο δώρο για την ανθρωπότητα, το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» που μεταφράστηκε από τα γαλλικά πολύ παλαιότερα από τον Σ. Πατατζή, ενώ τώρα κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση από τα ρωσικά του Δημ. Τριανταφυλλίδη, από τις εκδόσεις «Πάπυρος».
Το έργο είδε το φως της δημοσιότητας στην ΕΣΣΔ το 1962, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νόβι Μιρ» έπειτα από προσωπικές πιέσεις του Νικίτα Χρουστσόφ προς το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι τα βάσανα του συγγραφέα είχαν τελειώσει. Μετά τη δημοσίευση του τέταρτου κατά σειρά διηγήματός του στο ίδιο περιοδικό το 1966, φρόντισαν οι κρατούντες να παραμείνει στο σκοτάδι επί είκοσι χρόνια.
Ομως η απονομή του Νόμπελ το 1970, έπειτα από εισήγηση του Φρανσουά Μοριάκ, τον έκανε διάσημο σ' όλο τον κόσμο, ανοίγοντας παράλληλα και τη σχετική πολεμική: ήταν ο Σολζενίτσιν ένας ακόμα αντικαθεστωτικός, όργανο της δυτικής προπαγάνδας ή μήπως όλα αυτά που περιέγραφε στο έργο του αντανακλούσαν την πραγματικότητα;
Η ιστορία έχει απαντήσει εδώ και πολύ καιρό στο ερώτημα, μένει ωστόσο η μαρτυρία, η έξοχη περιγραφή μιας ημέρας του πολιτικού κατάδικου Ιβάν Ντενίσοβιτς Σούχοφ, εμπνευσμένη από την παραμονή του συγγραφέα στο Ειδικό Στρατόπεδο του Εκιμπαστούζ στο βόρειο Καζακστάν, όπου δούλεψε ως απλός εργάτης, χτίστης και χύτης σε χυτήριο.
Ο Ιβάν Ντενίσοβιτς ή Ντενίσιτς, χαϊδευτικά όπως τον αποκαλούν οι άλλοι κρατούμενοι, ξυπνάει ένα χάραμα παγωμένος στο στρατόπεδο κι η πρώτη του έγνοια είναι να ράψει μέσα στο στρώμα του ένα τόσο δα κομματάκι ψωμί, μην το βρουν οι άλλοι πεινασμένοι και του το πάρουν.
Υστερα τρέχει και μηχανεύεται τεχνάσματα και εξυπηρετήσεις, πως θα κάνει το ένα και το άλλο, ώστε να μπορέσει ν' αγοράσει λίγο καπνό, να κερδίσει μία μερίδα σούπα παραπάνω, λίγο σαλάμι από το δέμα που έστειλαν σε κάποιον άλλο, να γλιτώσει απ' τον καιρό ώστε να μην ξεπαγιάσει. Κι όταν η μέρα τελειώνει και κάνει τον απολογισμό του, νιώθει κερδισμένος γιατί με τη ζωή που του έταξαν να κάνει δεν έχει άλλα όνειρα. Σκέφτεται πως θα είναι έγκλειστος ακόμα για δύο χρόνια, ωστόσο ξέρει πως το καθεστώς μπορεί να του ρίξει άλλα δέκα δίχως δίκη ή κι ακόμα πως μπορεί μεν να τον απελευθερώσουν να τον εξορίσουν όμως και να μην ξαναδεί ποτέ τον τόπο του.
Ηρωες και στο φόντο
Κι όλα αυτά γιατί; Διότι διαρκούντος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς και κατάφερε να διαφύγει. Επιστρέφοντας στις γραμμές του, θεωρήθηκε αυτόματα κατάσκοπος, διότι πώς είναι δυνατόν να μπορέσει να ξεφύγει κάποιος από τους ναζί;
Εμβληματική στο βιβλίο είναι η περιγραφή της εργασίας των χτιστάδων του 104ου συνεργείου. Οπου ξεχνούν οι μάστοροι ότι εργάζονται υποχρεωτικά κι απολαμβάνουν τη δουλειά τους, την κάνουν συνειδητά, προκειμένου να τελειώσουν όλη τη λάσπη κινδυνεύουν να καθυστερήσουν ώς και στο προσκλητήριο με τις γνωστές συνέπειες.
Κι εμβληματικοί είναι και οι δευτεραγωνιστές, οι σύντροφοι του Σούχοφ, όπως τους περιγράφει ο Σολζενίτσιν, ήρωες κάποιοι του πολέμου, αθώοι του αίματος για το οποίο καταδικάστηκαν. Παράλληλα, υπάρχουν τα «καρφιά» και οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας, ψηφίδες όλοι ενός συστήματος που κάποτε άλεθε ανθρώπους.
Ο τόμος κλείνει με τη διάλεξη που ο συγγραφέας έγραψε όταν του απονεμήθηκε το Νόμπελ. Βεβαίως δεν βρέθηκε ποτέ στη σουηδική πρωτεύουσα προκειμένου να τη διαβάσει, φοβούμενος ότι δεν θα του επέτρεπαν να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ. Ετσι, το κείμενό της βγήκε λαθραία από την ΕΣΣΔ προκειμένου να τυπωθεί, ενώ πρώτη φορά δημοσιεύτηκε επίσημα στην πατρίδα του στο περιοδικό «Νόβι Μιρ» μόλις το 1989.
Κι ακριβώς σ' αυτή τη διάλεξη, αποτίοντας φόρο τιμής στους συντρόφους του της εξορίας, έγραφε: «Στο βήμα αυτό που δίνεται σε ένα συγγραφέα μόνο μία φορά όσο ζει, βρίσκομαι όχι ανεβαίνοντας τρία τέσσερα λιθόστρωτα σκαλοπάτια, αλλά ανεβαίνοντας εκατοντάδες, μπορεί μάλιστα και χιλιάδες απρόσιτα, απότομα, παγωμένα και σκοτεινά, όπου έμελλε να επιβιώσω, ενώ άλλοι που ίσως είχαν περισσότερο ταλέντο, πιο δυνατοί από εμένα, χάθηκαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου