Ο Βρετανός Τέρι Ιγκλετον, μαρξιστής, θεωρητικός της λογοτεχνίας, μίλησε στο Ιδρυμα Ερευνών για το προσφιλές του θέμα: τον θάνατο της κριτικής.
Τον 65χρονο Βρετανό μαρξιστή, θεωρητικό της λογοτεχνίας και των πολιτισμικών σπουδών Τέρι Ιγκλετον, κάποτε τον είχαν χαρακτηρίσει ως «το σκουλήκι που τρώει το μήλο της Θάτσερ». Κάνει τα πάντα για να μην αναιρεί αυτόν τον χαρακτηρισμό: χαρισματικός ομιλητής, με πολλά στοιχεία της μαχητικής Αριστεράς στη ρητορική του, εξακολουθεί να δηλώνει με κάθε ευκαιρία αμετανόητος σοσιαλιστής και να προτάσσει τον κοινωνικό ρόλο της λογοτεχνικής κριτικής έναντι των θεωρητικών της ενδοσκοπήσεως.
Συμβατός μ' αυτά που πιστεύει, συμπέρανε στην προχθεσινή διάλεξή του στην Αθήνα με τίτλο «Ο θάνατος της κριτικής»: «Η σύγχρονη κριτική γεννήθηκε από τον αγώνα εναντίον του απολυταρχικού κράτους - εάν το μέλλον της δεν προσδιοριστεί ως αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, τότε μπορεί να μην έχει καθόλου μέλλον». Αυτά που ακούσαμε στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο οποίο δεν έπεφτε καρφίτσα, ήταν δηλώσεις ενός πανεπιστημιακού που αποστασιοποιείται από τον ρόλο του για να δείξει εμπιστοσύνη σ' αυτούς που πάσχουν και δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να μάθουν ποια ήταν, για παράδειγμα, η «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκιστάβ Φλομπέρ.
«Εάν το μέλλον της κριτικής δεν προσδιοριστεί ως αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, απλούστατα δεν θα υπάρξει», είπε χθες ο Ιγκλετον
Ο Ιγκλετον θεωρεί ότι η λογοτεχνική κριτική είναι μια πολυτέλεια του δυτικού κόσμου, που έχει να φάει και να πιει και ο οποίος, όπως είπε χαρακτηριστικά, «ασχολείται με ανύπαρκτα πράγματα, όπως είναι η δημιουργική φαντασία. Είναι σαν να λέει κάποιος ότι δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε στην Ινδία για να γνωρίσουμε τη ζωή εκεί. Μας αρκεί να διαβάσουμε τον Κίπλινγκ και τον Κόνραντ. Ετσι, η λογοτεχνική κριτική μετατρέπεται σε ένα είδος τεχνητού βοηθήματος».
Στη συνέχεια προσπάθησε να ορίσει τη λειτουργία της κριτικής. «Η μελέτη της λογοτεχνίας και της τέχνης εδράζεται σε κάποια λογική εξήγηση», είπε. Επομένως, ποιος χώρος απομένει στον κριτικό για να ασκήσει τον ρόλο του; «Μετά την κατάρρευση της θεολογίας, του μένει ένας ελεύθερος χώρος στη θέση που άφησε η απουσία του θεού. Το αίτημά του είναι να επανεφεύρει το σημείο, όπου εφάπτεται η γλώσσα με την αισθητηριακή αντίληψη της κοινωνίας», αποφάνθηκε.
Σήμερα όμως τι συμβαίνει με την κριτική, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Δεν δυσκολεύτηκε να απαντήσει, χρησιμοποιώντας τη γνωστή ιγκλέτεια σκληρή γλώσσα: «Εχει γίνει προϊόν που έχει στερηθεί νοήματος. Πρέπει να στραφεί σε γεγονότα όπως είναι ο πόλεμος και η γενοκτονία, επαναφέροντας τη μνήμη ώς την πιο χρήσιμη και πολύτιμη έκφραση της εμπειρίας». Τονίζοντας την αξία της μνήμης, ανέσυρε την παρατήρηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν «ότι η ανάμνηση των σκλαβωμένων προγόνων και όχι τα όνειρα για τα απελευθερωμένα εγγόνια είναι αυτά που οδηγούν στην εξέγερση».
Η πρότασή του για το μέλλον είναι η συμπόνια για τους άλλους όταν δεν είναι αποκομμένη από τις αισθήσεις. Σ' αυτή την περίπτωση, «θα συγκινούμασταν από τη στέρησή τους, έτσι ώστε να μοιραστούμε μαζί τους τα ίδια τα αγαθά που μας εμποδίζουν να νιώσουμε τη δυστυχία τους. Το πρόβλημα θα μπορούσε να γίνει η λύση. Η ανανέωση του σώματος και μια ριζική ανακατανομή του πλούτου είναι στενά συνδεδεμένα. Για να αντιληφθούμε σωστά, πρέπει να αισθανθούμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου