Οποιος διάβαζε στη ''Διάπλαση των παίδων'' το 1925, τα ποιήματα ''Φθινοπωρινά τραγούδια'' και ''Ονειροπολήματα'' δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί πως πίσω από το ψευδώνυμο ''Ιδανικό Οραμα'' κρυβόταν ένας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος έμελλε, παράλληλα με τον πυρήνα των υπερρεαλιστών της γενιάς του '30 και ξεκινώντας απ' αλλού, να αναπτύξει ξεχωριστή προσωπικότητα και να γίνει ο ιδανικός εκφραστής της ποίησης με κοινωνικό περιεχόμενο», γράφουν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη στον πρόλογο ενός τόμου αφιερωμένου στον ποιητή, που θα κυκλοφορήσει σύντομα από το «Αρχείο Κρήτης».
Δίγλωσσο, το έργο συνοδεύεται από ταινία με βάση το τηλεοπτικό «Μονόγραμμα» που πολύ παλαιότερα είχε αφιερωθεί στον Ρίτσο, μαρτυρία μοναδική για τον άνθρωπο που πολύ υπέφερε στη ζωή του αλλά και στεφανώθηκε με ιδανικές χαρές, αναγνώριση, διακρίσεις (ανάμεσά τους κι ένα βραβείο «Λένιν»), οικογένεια, γαλήνη στις τελευταίες δεκαετίες του βίου του.
Σπαράγματα βιογραφίας, όπως τα αφηγήθηκε ο ίδιος ο ποιητής και μαρτυρίες δικών του ανθρώπων, δεκάδες φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες αδημοσίευτες αλλά και εν πολλοίς το απόσταγμα της σοφίας του Ρίτσου για την τέχνη του και για την ανθρωπιά μεταφέρονται στον τόμο, τον πρώτο που εκδίδεται με αφορμή την επέτειο, το 2009, των 100 χρόνων από τη γέννησή του.
Ξεκινά η αφήγηση με τον ποιητή να επιστρέφει στη γενέθλια Μονεμβασιά το 1974 («Ο βράχος. Τίποτ' άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα./ Πάνοπλη θάλασσα./ Καθόλου χώρος για γονυκλισία. Εξω από την πύλη του Ελκομένου».) και να θυμάται: «Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια είχα να έρθω στη Μονοβασιά. Οταν ήρθα πρώτη φορά ένιωσα να 'ρχονται πίσω μου όλοι οι νεκροί μου. Ενιωθα κάπως πικραμένος κι ένιωθα σαν κάπως αφιλόξενο τον τόπο μου. Κι όμως λίγο λίγο δεν τους είδα πια νεκρούς και συμφιλιώθηκα μαζί τους. Οχι με το θάνατο, με τους νεκρούς συμφιλιώθηκα κι ένιωσα την ανάγκη να τους δώσω μια θέση μέσα στην ποίηση. Κι από τον καιρό, που το κατάφερα, όσο το κατάφερα, τους ένιωσα ολοζώντανους κι αναστημένους».
Ο Ρίτσος δείχνει το σπίτι του που από κάτω έμεναν οι κεροπλάστες και πως μοσχοβολούσε όλη η περιοχή αλμύρα, ξερό χόρτο και μελισσοκέρι και θυμάται ακόμα το κύμα να χτυπάει στα βράχια και το αντιμάμαλο, οσμές και ήχους που έζησε ως παιδί. Περιγράφοντας έτσι θα φτάσει στους ανθρώπους αλλά και στην ψίχα της ζωής: «Είναι κάθε ζωή μια πάλη εναντίον της αναπηρίας, της αρρώστιας και του θανάτου. Ολη η ζωή είναι μια ευχή για την αθανασία», θα πει.
Υστερα θα μιλήσει για τα πρώτα χρόνια του σχολείου και θα παραδεχτεί πως ενώ η αγαπημένη του αδελφή η Λούλα ήταν άριστη μαθήτρια, αυτός δεν τα πήγαινε καλά με τα γράμματα: «Προτιμούσα να παίζω με τους χαρταετούς και τους βόλους, πετροπόλεμο ή να ζωγραφίζω. Ολα μου τα μαθητικά τετράδια ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Κάποτε στο σχολείο μ' έβαζαν τιμωρία, ορθοστασία στη γωνιά. Εμένα σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Νομίζω ότι ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι θα πει παραβίαση μιας απαγόρευσης».
Θ' ακολουθήσει η μαρτυρία της αδελφής, της Λούλας Ρίτσου - Γλέζου («Αδελφή μου./ Μονάχα εσύ μου απόμενες/ ν' ακουμπώ την καρδιά σου/ και ν' ακούω τον σφυγμό των ανθρώπων») για τις κακουχίες της οικογένειας, που είχε υπάρξει πάμπλουτη, για την έλευση των δύο αδελφών στην Αθήνα, για τα πρώτα δύσκολα χρόνια, για τη φυματίωση που χτύπησε τον Ρίτσο και επί δεκαετίες τον ταλαιπώρησε, απορίας άξιο πώς επέζησε μ' αυτό το σταυρό στην πλάτη στους τόπους της εξορίας.
Ο ίδιος ο ποιητής στις συζητήσεις του με τον Γιώργο Σγουράκη, που μεταφέρονται στον τόμο, αρνείται να πει για τα τότε βάσανά του, όμως ο βιογράφος του επισημαίνει πως μετά τα τρία χρόνια που πέρασε στη «Σωτηρία» και το εξιτήριο που του έδωσαν το 1930, πάντα άρρωστος, νοσηλεύτηκε στο «Ασυλο Φυματικών Καψαλώνας» στα Χανιά, ένα κολαστήριο ουσιαστικά. Τότε ήταν που υπέγραψε και την πρώτη πράξη διαμαρτυρίας του, μια επιστολή που δημοσιεύτηκε στην ντόπια εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών», κι έπιασε τόπο αφού μεταφέρθηκαν οι ασθενείς στο πρεβεντόριο «Αγιος Ιωάννης».
Στο μεταξύ ο Ρίτσος γράφει συνεχώς. Ομως η πρώτη μεγάλη τομή θα έρθει το 1936 με τον «Επιτάφιο», έργο-αφετηρία της μεγάλης πορείας και των παθών του.
«Η φωτογραφία της μάνας που έχει στα γόνατά της το σκοτωμένο παιδί της στάθηκε η αφορμή να εμπνευστώ τον ''Επιτάφιο''. Επρόκειτο για το φοβερό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό τύπο από τα γεγονότα της 9ης Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη. Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο», θα πει και θα προσθέσει για τη φόρμα των ποιημάτων: «Πριν μάθω τι είναι δεκαπεντασύλλαβος, τον χρησιμοποιούσα από μικρός με άνεση. Γνώριζα πολύ καλά και το μανιάτικο μοιρολόι, γιατί η μάνα μου ήταν από το Γύθειο.
Ετσι όλα ήρθαν από μόνα τους». Κι ακόμα: «Φανταστείτε ότι ο πατριάρχης της ελληνικής ποίησης ο Παλαμάς πουλούσε τότε 300 αντίτυπα κι ο ''Επιτάφιος'' πούλησε αμέσως 9.750, ενώ τα τελευταία 250 κάηκαν με διαταγή του Μεταξά μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός».
Διαρκούσης της Κατοχής η υγεία του ποιητή είναι σε θλιβερή κατάσταση, τόσο που ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς γράφει στον Αλέκο Λιδωρίκη στην «Ακρόπολη» κι αυτός με τη σειρά του απευθύνει έκκληση στο αναγνωστικό κοινό στις 21 Οκτωβρίου 1942. Ο Ρίτσος, ωστόσο, αποποιείται τις προσφορές και ζητά τα χρήματα να δοθούν στην Εταιρεία Λογοτεχνών.
Η Απελευθέρωση έρχεται κι από εκεί και πέρα μέχρι και τη δικτατορία των συνταγματαρχών η ζωή θα τραβήξει την ανηφόρα για τον ποιητή. Ολα αυτά τα χρόνια συμπυκνώνονται με μοναδικό τρόπο στη μαρτυρία του ζωγράφου Μάνθου Κιέτση, που μετέφερε η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ στην επιθεώρηση «Διαβάζω», το 1988. Ο Κιέτσης, που μόλις είχε απελευθερωθεί από τη Μακρόνησο, αναφέρεται στην ημέρα που έφεραν εκεί τον Ρίτσο μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Εχοντας σπάσει το ηθικό εκείνων που ήσαν ήδη στο νησί και έχοντας μαζέψει μεγάλο αριθμό από δηλώσεις μετανοίας, οι κρατούντες άφησαν στην ησυχία τους ως το σιωπητήριο τους πολιτικούς, προκειμένου να μάθουν από πρώτο χέρι για τη σφαγή που θα ακολουθούσε την ίδια νύχτα κι έτσι να υπογράψουν πιο εύκολα.
«Το βράδυ δεν θ' αργούσε να 'ρθει. Εμείς το ξέραμε, το ξέραμε και πονούσε το αίμα μας, τους βλέπαμε και μάτωνε ο νους μας. Αξαφνα τον είδα. Ηταν κουρασμένος από το ταξίδι κι είχε γείρει πάνω στους μπόγους του... Ηθελα να τρέξω, να φύγω, να μη με δει, να μη του πω τίποτα. Ηταν τόσο ήμερο, τόσο όμορφο το πρόσωπό του. Με είδε εκείνος... ''Ελα, φίλε μου. Ελα, αδελφέ μου'' μου είπε», αφηγείται ο Κιέτσης. Στη συνέχεια η περιγραφή κορυφώνεται, πώς γλίτωσαν την πρώτη νύχτα τον ποιητή, πώς τσάκισαν στο ξύλο τους πολιτικούς, πώς τους πέταγαν απ' τους γκρεμούς ή πως κλεισμένους σε τσουβάλια τους έριχναν στη θάλασσα.
Το απόγευμα της επομένης κλήθηκε να υπογράψει ο Ρίτσος. Συγκεντρωμένοι οι κρατούμενοι στην προκυμαία για ν' ακούσουν τους εθνοπατριωτικούς λόγους τον έβλεπαν ν' ανηφορίζει προς το διοικητήριο, όπου εντέλει αρνήθηκε να υπογράψει. Και ενώ το ίδιο βράδυ πήγαιναν να βασανίσουν το άρρωστο σαρκίο του, ξανά τον διέσωσαν εκείνοι οι τσακισμένοι άνθρωποι, φαντάροι που με το ξύλο είχαν υπογράψει και «αξιωματικοί που νομίζαμε προδότες».
Ερωτας στα πέτρινα χρόνια
Ο Γιάννης Ρίτσος απολύθηκε από τη Μακρόνησο το 1950. Λίγο αργότερα τον συλλαμβάνουν πάλι και ώς το 1952 τον κρατούν στον Αη Στράτη.
Το 1967 θα τον πάνε στη Γυάρο και στη συνέχεια στο Παρθένι της Λέρου και στο τέλος, τον Δεκέμβρη του 1968, θα βρεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου στο σπίτι της γυναίκας του της Φαλίτσας.
Ναι, της γυναίκας του, γιατί στα πέτρινα χρόνια εξακολουθούσε να φτερουγίζει ο έρωτας και είναι αυτό το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου: η Οικογένεια, η Φαλίτσα και η κόρη Ερη.
«Με τα τέσσερα παράθυρά μου ολάνοιχτα στον κόσμο, που τον συγύρισε με το γλυκό της βλέμμα η Φαλίτσα, καλή μου Φαλίτσα ναι, ναι...», έγραφε ο ποιητής για το κορίτσι που μια μέρα του 1947, παραμονή 25ης Μαρτίου, πήγε να τον βρει με το αίτημα να του δανείσει για τους συντρόφους της μερικά βιβλία. Και φεύγοντας της είπε εκείνος: «Εκτός από το θέμα των βιβλίων, ναρθήτε ξανά».
Ανάμεσα σε δύο εξορίες ο Ρίτσος δήλωσε στη Φαλίτσα πως τη θεωρούσε μνηστή του για να παντρευτούν εντέλει το 1954 και για να γεννηθεί η Ερη ένα χρόνο αργότερα.
«Αγία» την είχε χαρακτηρίσει προς το τέλος της ζωής του και είχε κάθε λόγο, γιατί γι' αυτόν υπήρξε γυναίκα, σύντροφος, μάνα του παιδιού του αλλά και αφοσιωμένη θεράπον του, όντας γιατρός η ίδια. Στα «Εικονοστάσια» του είναι πολλές οι αναφορές σ' αυτή, να μία: «Η σκιά ενός γλάρου πέρασε από το χέρι της. Το χέρι της Φαλίτσας έγινε όπως της Παναγιάς σκιασμένο απ' τη φτερούγα ενός αγγέλου, το χέρι σε σχηματισμό περιστερίσιο να ευλογάει κάτι αόρατο, πέρα, μακριά, κάτι δικό μας».
Το βιβλίο θα κλείσει με το εικαστικό έργο του ποιητή, τις πέτρες, τις ρίζες και τα κόκαλα που ζωγράφιζε, τις ακουαρέλες του αλλά και τη ζωγραφική πάνω στα πήλινα πιάτα ή σταμνιά.
«Στη δεύτερη εξορία μου στη Γυάρο δεν είχαμε καθόλου ζωγραφικό υλικό, τίποτα, η Βάσω η Κατράκη διάλεγε κάτι ωραία λεία χαλίκια, τα 'παιρνε όμως σαν ζωγραφικές επιφάνειες και ζωγράφιζε κοριτσόπουλα, ζωγράφιζε ήλιους. Κι από 'κει λέω, να καλή ιδέα».
Κι έτσι άρχισε κι ο ίδιος να ζωγραφίζει τα άνθη της πέτρας εξηγώντας πως για να γίνει αυτό «πρέπει ν' ακούσεις τι σου υπαγορεύει το υλικό. Οχι μόνο σαν γενικό σχήμα αλλά και με τα ιδιαίτερα σχήματα επάνω της».
Ο έφηβος με τα σγουρά γένια λείπει χρόνια από κοντά μας. Λείπει άραγε; Αυτός, με το αιώνιο τσιγάρο στο χέρι, που μαζί με άλλους θωράκισε τα νιάτα μας και εξακολουθεί να θωρακίζει νέα νιάτα μέσα από τους στίχους του και τη μνήμη της στάσης της ζωής του, όχι δεν έφυγε. Ζεσταίνουμε πάντα τον Γιάννη Ρίτσο μέσα μας και μακάρι αυτή η επέτειος του 2009 να γίνει αφορμή να τον ανακαλύψουν περισσότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου