22/2/11

Ιωάννα Καρυστιάνη: Οι ήττες μπορούν να έχουν και κέρδη

«Δεν υπάρχει ενός είδους παρακμή. Προκύπτει από πολλούς παράγοντες και από έκπτωση πολλών ταυτόχρονα παραγόντων. Αλλά νομίζω πως επειδή επιδίωξαν οι αγορές να έχουν την πρωτοκαθεδρία, με έναν τρόπο εντελώς αλαζονικό, επωμίζονται και το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης και συκοφαντικής πλέον κατάρρευσης»

Η «Ιωάννα» των σκίτσων και της εικονογράφησης, η επιτυχημένη σήμερα λογοτέχνις, ο άνθρωπος που δεν διστάζει να πει την αλήθεια που διακρίνει γύρω της, μιλά για «τα σακιά» που κουβαλάμε οι Έλληνες σήμερα…

Συνέντευξη: Θανάσης Λάλας (FAQ - τεύχος 132)

∆εν µπορούµε να µην ξεκινήσουµε µε όσα συµβαίνουν στην Αίγυπτο. Αλήθεια, τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, και αυτό µπορούµε να το χρεώσουµε επανάσταση; «Νοµίζω ότι τα σκυµµένα για πολύ καιρό κεφάλια τινάζονται πάνω απότοµα, γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη, καταπιεσµένη και καταπονηµένη από φτώχεια, από προσβολή, από ταπείνωση, πάντα αποζητά την αξιοπρέπεια και την περηφάνια».

Ζούµε βέβαια σε µια περίοδο που νοµίζουµε ότι έχουν βρεθεί τα κόλπα από τη µεριά της εξουσίας να καταστέλλονται όλες αυτές οι διαθέσεις των ατόµων να σηκώσουν το κεφάλι. «∆εν το πιστεύω αυτό. Νοµίζω πως οι ισχυροί ενδέχεται να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις που αναπόφευκτα πυροδοτεί µια άνευ προηγουµένου φτώχεια. Το είδαµε αυτό και στην Τυνησία, το βλέπουµε και στην Αίγυπτο, αλλά θα το δούµε και αλλού. Για να κάνω και µια γέφυρα µε τα δικά µας εδώ, µε το µεταναστευτικό και τα οικονοµικά προβλήµατα, πιστεύω ότι η φτώχεια είναι πανίσχυρος δεσµός και ενδέχεται να επικρατήσει κάποια στιγµή των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών».

Ας πάµε στα δικά µας. Τι φταίει κατά τη γνώµη σου που έχουµε φτάσει στο σηµείο αυτό σήµερα; «Νοµίζω ότι ο καθένας πάνω-κάτω µπορεί πλέον να καταλάβει, αν υποθέσουµε ότι τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια ο κόσµος έχει αρχίσει να πονηρεύει. Ας πούµε για την Ελλάδα, που τα τελευταία 20 χρόνια µπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να θεωρήθηκε µια λύση ασφάλειας και σταθερότητας, ιδίως µετά την κατάρρευση του λεγόµενου υπαρκτού σοσιαλισµού κ.λπ. Τώρα αποδείχτηκε ότι ήταν µια ασταθής και επισφαλής Ένωση, που ουσιαστικά παραδόθηκε στα οικονοµικά συµφέροντα. Κυβέρνησαν οι τράπεζες, τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα κ.λπ. Το έχει καταλάβει ο κόσµος. Και εδώ στην Ελλάδα, δηλαδή, λέµε, εντάξει, υπάρχει αυτή η διόγκωση του δηµόσιου τοµέα, του κρατικοδίαιτου, διότι ήταν το συµφέρον της κοµµατικοκρατίας κάθε φορά να διορίζει και να κάνει και να ράνει, αλλά τι πιο κρατικοδίαιτο από τις τράπεζες σε τελευταία ανάλυση. Και όχι µόνο στην Ελλάδα. Τα έχει καταλάβει ο κόσµος αυτά».

Αυτού του είδους η παρακµή είναι απλά και µόνο οικονοµική παρακµή; Ή διαβλέπουµε πίσω από αυτήν… «∆εν υπάρχει ενός είδους παρακµή. Προκύπτει από πολλούς παράγοντες και από έκπτωση πολλών ταυτόχρονα παραγόντων. Αλλά νοµίζω πως επειδή επιδίωξαν οι αγορές εδώ και πολλά χρόνια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, τον πρώτο λόγο, µε έναν τρόπο εντελώς αλαζονικό, επωµίζονται και το µεγαλύτερο βάρος της ευθύνης και συκοφαντικής πλέον κατάρρευσης. Έτσι δεν είναι;»

Σκέφτοµαι, βγαίνουµε από µια επταετία, από µια χούντα, µε µια τεράστια ελπίδα. Ότι τα πράγµατα θα διαφοροποιηθούν, θα αλ-

λάξουν. Και µετά αυτή η γενιά ενσωµατώνεται µέσα σε όλο αυτό που σήµερα ονοµάζουµε παρακµή και χανόµαστε. Ποια πιστεύεις ότι ήταν η µεγάλη παγίδα; Πού ήταν η µεγάλη παγίδα αυτής της ζωντανής γενιάς, η οποία βγήκε από µια δύσκολη περίοδο και είχαµε την αίσθηση ότι είχε ανοιχτά µάτια; «Αν µιλάτε για εκείνη την περίφηµη γενιά του Πολυτεχνείου, που έχει στοχοποιηθεί ανηλεώς από παντού, η δράση της υπήρξε πάρα πολύ σύντοµη. ∆εν στοιχειοθετεί όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που θα µπορούσαν να αποτελέσουν, ας πούµε, ένα υλικό ανθεκτικό σε αίολα κελεύσµατα των εποχών. Και δεν συνέβη µόνο στην Ελλάδα αυτό. Νοµίζω ότι λόγω πολύχρονης υστέρησης και στον τοµέα της διαβίωσης και στον τοµέα των ελευθεριών, κατά κάποιο τρόπο, οδήγησε τον κόσµο εύκολα να παραδοθεί στον καταναλωτισµό, σε µια ευζωία που κερδήθηκε µε υποχωρήσεις και µε έκπτωση αξιών. Αλλά επειδή και λόγω της δουλειάς µου ταξιδεύω αρκετά στην Ελλάδα, πάω σε υποβαθµισµένες περιοχές, σε σχολειά σε βουνά και σε λαγκάδια, συναντώ πολλούς από τον κόσµο εκείνης της εποχής, οι οποίοι µε εντιµότητα επιµένουν στα όριά τους».

Άρα υπάρχει µια άλλη Ελλάδα, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί µέσα σε αυτά… «Υπάρχει µια άλλη Ελλάδα, ασθµαίνουσα αν θέλετε, διότι οι επιθέσεις που δέχεται ένας άλλος τρόπος σκέψης και ζωής είναι ασύλληπτος. ∆είτε τι έγινε µε το θέµα της απεργίας πείνας. Με έπιασε η ψυχή µου, να σας πω την αλήθεια. ∆εν ακούστηκε πουθενά στα µέσα ενηµέρωσης, ιδίως στα τηλεοπτικά, το θέµα της µαζικής απεργίας πείνας 237 ανθρώπων. Αυτό που κυριάρχησε ήταν η κουβέντα για το άσυλο, ήταν η κουβέντα ενός προβλήµατος που όµως δεν αντιµετωπίζεται µε σοβαρό τρόπο. Ξέρω πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν µπορεί να σηκώσει έναν τόσο µεγάλο αριθµό µεταναστών. ∆εν γίνεται. Ούτε αυτοί, ούτε οι ντόπιοι εδώ µπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο. Εγώ άκουγα ότι διασύρεται η πατρίδα µας στο εξωτερικό, στα ξένα κανάλια, και έλεγα ότι θα µπορούσε να το κάνει όπλο αυτό. Να σπεύσουν αστυνοµικοί, είτε σε µια πλατεία, είτε σε ένα χωράφι, οπουδήποτε, να σπεύσουν ο δήµαρχος, ο περιφερειάρχης, οι πρυτανικές αρχές, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, υπουργοί, να καλέσουν αυτοί τα ξένα κανάλια και να πούνε “ιδού η ανθρωπιστική κρίση”. Είναι πάνω από τις δυνάµεις µας. Θα έπρεπε να πάνε όλοι στις Βρυξέλλες. ∆εν λέω να κάνουν απεργία πείνας εκεί στα σκαλοπάτια, αλλά να ζητήσουν σύγκλιση της Ολοµέλειας και να πουν ότι “δεν µπορούµε να το χειριστούµε”. Τι θα γίνει η Ελλάδα; Μαζεύουµε αµάχους από τους πολέµους που κάνουν οι ισχυροί αλλού. Μαζεύουµε φτωχούς ανθρώπους από τις ληστρικές οικονοµικές επιδροµές. Και τι γίνεται; Μπορούµε να το χειριστούµε εµείς; Θα γίνουµε και ο µπάτσος των ισχυρών; Αυτή είναι η µοίρα της

Ελλάδας; Να γίνει και ο µπάτσος; Την κατέστησε η Ευρωπαϊκή Ένωση αποθήκη αποβλήτων. Γιατί ως απόβλητα βλέπει αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι δεν είναι; Στήσανε και τον φράχτη στην Πάτρα. Γιατί είναι αστείο τώρα να συζητάµε για το τι µπορεί να κάνει αυτή η ιστορία στον Έβρο. Θα κονοµήσουµε άλλη µια ρετσινιά. Αφού λειτουργεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια ο φράχτης στην Πάτρα. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να πάνε σε άλλες χώρες. Και εµείς έχουµε στήσει εκεί έναν φράχτη και γίνεται ο χαµός. Τι θα γίνουµε, ο µπάτσος µε επιχειρήσεις “σκούπας”; Τι είναι αποτσίγαρα όλοι αυτοί; ∆εν µπορεί να το χειριστεί η Ελλάδα. Όπως λέγαµε παλιά διεθνοποίηση του Κυπριακού, ας το διεθνοποιήσει η Ελλάδα το ζήτηµα αυτό».

Τα «Σακιά», Ιωάννα, είναι αυτό που κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος πάνω του. ∆ηλαδή ο σταυρός του; «Ο σταυρός του, ναι. Εκεί που συσσωρεύει όχι µόνο αδικαίωτους καηµούς και πόθους, αλλά τα κρίµατά του, ό,τι έχει διαπράξει και αδίκησε άλλους, εν πάση περιπτώσει είναι τα βάρη της συνείδησης, θα έλεγα».

Κατά τη γνώµη σου, ποιος είναι ο ρόλος του µυθιστορήµατος µια τέτοια εποχή; ∆ηλαδή, ζούνε οι άνθρωποι αυτό. Σάββατο πάνε σε ένα βιβλιοπωλείο και βλέπουν εκδόσεις Καστανιώτη, τα «Σακιά» της Ιωάννας Καρυστιάνη. Το παίρνουν και πάνε σπίτι τους. Τι ζητάνε µέσα σε αυτό το βιβλίο; Τι ζητάνε µέσα σε ένα βιβλίο οι άνθρωποι; «Να µην έχουµε και φρούδες ελπίδες, και οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα να έχουµε την έπαρση ότι µπορούµε να γίνουµε καθοδηγητές της κοινωνίας ή να επιλύσουµε προβλήµατα. Ένα µυθιστόρηµα ή αποσπασµατικά µια άλλη µορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, ένας πίνακας, µια ταινία, µια θεατρική παράσταση, δεν µπορεί να προσφέρει ζωή στους ανθρώπους και να τους λύσει τα οικονοµικά προβλήµατα και να πάει να πληρώσει τις δόσεις όλων αυτών των φόρων. Ούτε µπορεί να είναι τροπάρι θρησκευτικό, ή φαρµακευτική συνταγή. Μπορεί να του προσφέρει όµως έναν τρόπο να στοχαστεί πάνω στη ζωή του. Έλεγε ο Τένεσι Ουίλιαµς ότι “το γκρίζο είναι το µόνο αληθινό χρώµα της τέχνης”. Οπότε, µε αυτόν τον τρόπο θα έλεγα και εγώ ότι τα “Σακιά” είναι ένα γκρίζο χρονικό εκτροχιασµού και της τούµπας του µυαλού ενός εικοσάχρονου παιδιού. Είναι µια γκρίζα πορεία προς µια ήττα, χωρίς τιµή και δόξα όµως, και αποτύπωση της γκρίζας εποχής µας. Γιατί κατά τη διακύµανση του µυθιστορηµατικού χρόνου στα “Σακιά”, που είναι τα τελευταία 30-40 χρόνια, κατά κάποιο τρόπο επισηµαίνονται νοοτροπίες, έκπτωση αξιών που οδήγησαν και σε όλο αυτό τον πάταγο που ζούµε τώρα στην εποχή µας. Πιο κοντά στην κεντρική ιδέα του µυθιστορήµατος θα έλεγα ότι είναι µια πρόσκληση περί διάβασης στο τοπίο της τύψης, µια πρόταση δοκιµασίας στην περιοχή των αισθη-µάτων που µας φαίνονται βαριά και δύσκολα, και µια πρόσκληση για στοχασµούς πάνω στο θέµα της πολυπλόκαµης βίας που διαχέεται από παντού και κατακλύζει τις ζωές µας. Συλλογικά και ατοµικά».

Έχουν κέρδη οι ήττες; «Ναι, µπορεί να έχουν και κέρδη οι ήττες. Εάν συνειδητά επιχειρήσεις να σταθείς στις αιτίες, αν µη τι άλλο, κερδίζεις το άλγος. Μπορεί να είναι αυτό η µόνη κάθαρση. Η συνειδητοποίηση της ευθύνης είναι ένα κέρδος. Μπορεί να είναι και πολύ περισσότερα, κατά την περίπτωση βέβαια και κατά το βάρος κάποιων πράξεων».

Η επιτυχία έχει κόστος; «Ναι, µεγάλο. Αν είµαστε σοβαροί, έχει κόστος η επιτυχία. Αλλά αν µέσα σου αποζητάς διαρκώς να στροβιλίζεσαι γύρω από αυτό που σε αναστατώνει, γιατί νοµίζω ότι επιλέγεις τα θέµατά σου µε βάση τη φτιαξιά σου, που γίνεται σιγά-σιγά από τα παιδικά, εφηβικά χρόνια. ∆ηλαδή δεν αποζητάς ένα θέµα ρηξικέλευθο που θα κάνει µπαµ, ας πούµε. ∆εν πρωτοπορεί το µυθιστόρηµα, µην τρελαινόµαστε. Η φτιαξιά σου σου έχει εγκαταστήσει µέσα στην ψυχή κάποια θέµατα που σε απασχολούν. Και αυτά συνέχεια έρχονται µπροστά σου και ωριµάζουν µε τον καιρό, οπότε καταπιάνεσαι όσο µπορείς να µιλήσεις γι’ αυτά».

Πώς αρχίζεις να γράφεις, Ιωάννα Καρυστιάνη; ∆ηλαδή πότε ανακαλύπτεις ότι αυτό το πράγµα θα το κάνεις, ας πούµε… «Υπάρχει µέσα µου για καιρό και κατά καιρούς πετάει σπίθες. Μια φράση, µια σκέψη, πάντα σηµειώνω, πάντα έχω τα µπλοκάκια, τα χαρτιά και τα ντοσιέ, και όταν µπορέσει αυτό µέσα στον χρόνο να αντέξει, γιατί είναι πολλά πράγµατα που ταυτόχρονα υπάρχουν στο µυαλό µου, ό,τι αντέξει και δεν το πετάξει έξω ο χρόνος είναι αυτό που µε στρώνει µετά για κάποιο µεγάλο διάστηµα, για να µπορέσω να το δουλέψω».

Οι ήρωες των προηγούµενων βιβλίων τι γίνονται; Χάνονται για εσένα; «Με κάποιο τρόπο δεν χάνονται. Νοµίζω πως λειτουργεί µια αλυσίδα, από το πρώτο βιβλίο –δεν έχω γράψει και πολλά, για να κάνω και την έξυπνη–, τη συλλογή διηγηµάτων “Η κυρία Κατάκη”, µέχρι και το τελευταίο, γυροφέρνω σε χαρακτήρες που κερδίζουν το βλέµµα µου και µέσα στη ζωή. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, θα έλεγα, καθηµερινοί και κάθε ηλικίας. Ηλικιωµένοι υπάρχουν σε όλα τα βιβλία µου για παράδειγµα. Αλλά όταν τελειώνω ένα βιβλίο και το περνάω πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο χέρι, δεν µπορώ ας πούµε να το δουλέψω περισσότερο. Θέλω να µπορώ να αντέξω το επίµονο βλέµµα των ηρώων. Εάν µε κοιτάξουν επίµονα, να µην µπορούν να µου προσάψουν ότι τους ξεπέταξα, ότι τους φακέλωσα, τους βάφτισα καλούς ή κακούς µε έναν τρόπο έτσι επιφανειακό, και έφυγα στους επόµενους».

Σε αυτό το τελευταίο βιβλίο βλέπουµε ότι ο ήρωας έχει οικογενειακές καταβολές που έχουν να κάνουν µε την Αριστερά. Πιστεύεις ότι αυτή η ιδέα της Αριστεράς δεν είχε τη δύναµη µέσα στο σπίτι µας να επηρεάσει, αν θέλεις, το µέλλον; Να επηρεάσει την ψυχοσύνθεσή µας, ώστε να µας κάνει ανθρώπους αντίστοιχους µε εκείνους που βγαίνοντας από όλες αυτές τις δυσκολίες πιστεύουν ότι θα έπρεπε να φτιάξουν µια άλλη Ελλάδα, έναν διαφορετικό κόσµο; «∆εν πρέπει να παραβλέπουµε τις απηνείς διώξεις, οι οποίες για πολλά χρόνια σφράγισαν τα αριστερά σπίτια. Και αυτές έχουν τις επιπτώσεις τους στους απογόνους, που πάρα πολλές φορές µπορεί να περιθωριοποιούνται, να κρύβονται στις εσοχές της καθηµερινότητας, ή επιβαρυµένοι και από ένα σωρό άλλους παράγοντες να αντιδρούν µε τον τρόπο που αντέδρασε ο Λίνος. Πιστεύω ότι κάτι καθοριστικό ήταν µια συνολικά αφιλόξενη πλέον εποχή, µια κοινωνία παγωνιάς, αν θέλετε. ∆εν ήταν µόνον ο πόνος και η ήττα που κουβαλούσε ο πατέρας του ή ο παππούς του. Έπαιξε ρόλο µια κοινωνία µε απεριόριστη και πολυπλόκαµη βία, την οποία προσπάθησα κι εγώ να τη δω µέσα σε µικρά κεφάλαια, µέσα στο βιβλίο, σε µικρές φράσεις. Για τη βία που εκλύεται από την απουσία οράµατος, για τη βία που εκλύεται από τις σχέσεις πλέον όπως έχουν καταντήσει, για τη βία που εκλύεται από µια παιδεία χωρίς ένα πλούσιο ανθρωπιστικό περιεχόµενο, για τη βία που επίσης επισφραγίζει το κυνηγητό, αν θέλετε, των ηλικιωµένων, τώρα µε τις περικοπές των χαµηλών συντάξεων, νοµίζω πως λάµπει αυτό. Και επίσης τη βία που εκλύεται από την ίδια τη γλώσσα. Γιατί πάντα στα µυθιστορήµατα αυτά τα λίγα που έχω γράψει µε ενδιαφέρει σχεδόν εξίσου µε το θέµα η γλώσσα. Τη θεωρώ και αυτόνοµο λογοτεχνικό συντελεστή και συντελεστή που αποτυπώνει γενικότερα ό,τι συµβαίνει στην κοινωνία. Έχουµε πλέον καταλήξει σε µια γλώσσα επιθετική, µια γλώσσα δυσαρέσκειας, που αποτρέπει και την επικοινωνία και τη συνεννόηση. Εκλύεται και

από τα µέσα ενηµέρωσης µε αυτές τις µπηχτές, τον παροξυσµικό πολιτικό λόγο, τις προκλητικές και εξυπναδίστικες διαφηµίσεις, τις κάθε είδους ατάκες, και εισχωρεί µετά στο σπίτι, επαναλαµβάνεται και εµποδίζει την αληθινή επικοινωνία».

Θα αντέξουµε, λες, αυτό που µας συµβαίνει; Θα µείνουµε στα πόδια µας, θα σηκώσουµε το ανάστηµά µας; «Αν πάρουµε το τιµόνι αλλιώς, ναι».

Μµµ… Το τιµόνι όµως το έχουν στα χέρια τους άνθρωποι που λίγο ως πολύ δεν ξέρουν να οδηγούν. «Αναρωτιέµαι... Θέλουν τον έλληνα πολίτη να έχει τα λεφτά να πληρώσει την περαίωση που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι άδικη, αλλά αυτός τρέχει γιατί φοβάται. Να έχει τα λεφτά να πληρώσει τις 200 έκτακτες εισφορές, τα πράσινα τέλη, τα αυξηµένα τιµολόγια της ∆ΕΗ, τα εισιτήρια κ.λπ., να έχει λεφτά να πάρει καµιά καινούργια φούστα και κάνα ζευγάρι καινούργια παπούτσια για να δουλέψουν τα εµπορικά, να

του µείνουν λεφτά για να αλλάξει το αυτοκίνητο γιατί είναι νεκρή η αγορά των αυτοκινήτων, να του περισσέψουν να πάρει και κανένα τριάρι, γιατί έχει νεκρώσει και η αγορά των ακινήτων... ∆εν γίνονται όλα αυτά. Καταλάβατε; ∆εν γίνονται. Βλέπω και τους αρχηγούς κυρίως των δύο µεγάλων κοµµάτων και έχω µια αίσθηση ότι είναι σαν να τους τη σπάει το κόµµα τους, σαν να τους τη σπάµε οι πολίτες, σαν να τους τη σπάει η Ελλάδα. Αναρωτιέµαι αν ποτέ αγάπησαν κάτι από όλα αυτά. ∆ηλαδή δεν µου άρεσε που ο πρωθυπουργός µας βγήκε στα διεθνή φόρα και µας ξεφώνισε ως την πιο διεφθαρµένη χώρα, που είναι γεµάτη λαµόγια. Γιατί δεν είναι έτσι. Θα έλεγα ότι τώρα πληρώνουν την κρίση, και δραµατικά µάλιστα, χαµηλόµισθοι και χαµηλοσυνταξιούχοι, άνεργοι, νέοι, κ.λπ., αυτοί που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Αυτοί που έφταιξαν, τα άνω κλιµάκια, δεν έχουν κανένα πρόβληµα. Ούτε οικονοµικό, ούτε συνειδησιακό. Μπέικα ζούνε και δηµοσία δαπάνη έχουν εξασφαλίσει εαυτούς, τέκνα και εγγόνια».

Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση (με το όνομα «Ιωάννα»). Δούλεψε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», στα περιοδικά «Τέταρτο», «Ένα», «Εικόνες» και σε ξένες εφημερίδες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1994, με τη συλλογή διηγημάτων «Η κυρία Κατάκη». Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Μικρά Αγγλία», το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1998, και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και για το λογοτεχνικό βραβείο Balkanika. Το επόμενο μυθιστόρημά της, «Κουστούμι στο χώμα», τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» το 2001. Είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και μητέρα των σκηνοθετών Αλέξανδρου Βούλγαρη («Κλαις;», «Ροζ») και Κωνσταντίνας Βούλγαρη («Γιούπι», «Με τα φώτα νυσταγμένα», «Βαλς σεντιμεντάλ»). Έχει επίσης γράψει το σενάριο της ταινίας «Νύφες» (εκδ. Καστανιώτη, 2004). Το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Τα σακιά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

(C) ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Κάδμου 7 & Δαιδάλου
Λιβαδειά 32100
τηλ. 22610.89970
fax 22610.81028