«Θα 'θελα πάρα πολύ να διαβάζονται εύκολα τα βιβλία μου. Θα 'θελα πάρα πολύ ν' αγοράζονται κατά χιλιάδες. Ε, δεν γίνεται! Τι να κάνουμε; Αυτά που θέλω να γράψω έτσι γράφονται. Κάνει καλό να είσαι ειλικρινής και με τον εαυτό σου και με τους αναγνώστες...».
Τριάντα πέντε χρόνια, ο Δημήτρης Νόλλας επιμένει ν' απευθύνεται σε «μελετημένους», καλύτερους από τον ίδιο αναγνώστες, που πλησιάζουν τα κείμενά του με τεντωμένες κεραίες και μένουν «βραχωμένοι» σ' αυτά μέχρι να τ' αποκρυπτογραφήσουν. Κάτι ανάλογο απαιτεί και η νουβέλα του «Ναυαγίων πλάσματα», που εγκαινιάζει τη λογοτεχνική σειρά του «Κέδρου» «Εμείς και οι Αλλοι».
Με την πρώτη ματιά, έχει κανείς την εντύπωση πως θα παρακολουθήσει την ιστορία της Ασμάτ, μιας νεαρής λαθρομετανάστριας ξεβρασμένης από σαπιοκάραβο σε ελληνικό νησί, η οποία χρόνια αργότερα συναντιέται με τον θάνατο κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ομως ο Νόλλας δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για αστυνομικής υφής μυστήρια. Ρίχνει το βάρος στον περίγυρο της ξεριζωμένης ηρωίδας του, δίνοντας φωνή όχι σ' αυτήν, αλλά σε νησιώτες που την περισυνέλεξαν, την ερωτεύτηκαν, την κουτσομπόλεψαν ή την άφησαν βυθισμένη στη μοναξιά της. Και μ' έναν λόγο πυκνό, μπολιασμένο κατά τόπους με δάνεια από τον Φλομπέρ, τον Δάντη και τον Δημήτρη Χατζή, εξερευνά ένα πεδίο κρυμμένων ενοχών, έναν «παράδεισο» γεμάτο με κάθε λογής ανθρώπινα ναυάγια.
Για την ξενοφοβία
Φωτίζοντας λοξά τη σχέση του τόπου μας με τους μετανάστες, ο Νόλλας επιχειρεί και μια φανταστική προβολή στο μέλλον, ταιριαστή με την όψιμη μανία των ιδιωτικοποιήσεων.
«Εδώ, στον τόπο των πιθήκων και των μίμων, αλλά και των αστραφτερών ιδεών», γράφει, «αποτολμήθηκε κάτι, που ούτε στη διαβόητη χύτρα των ανακατεμένων πολιτισμών, εκεί, στη Βόρειο Αμερική, δεν το διανοήθηκε κανείς. Μόλις η πίεση των επήλυδων άρχισε να γίνεται ασφυκτική, δυνατότερη απ' όσο μπορούσε να αντέξει και να απορροφήσει η κοινωνία με την πανάρχαια δυνατότητα ενσωμάτωσης που διέθετε, τότε εταιρείες ιδιωτικές ανέλαβαν, επιστρατεύοντας επιτόπου πρόσφυγες χωρίς χαρτιά ή αιωνίως αναμένοντες μια άδεια παραμονής, τους μάζεψαν και τους ανέθεσαν την προστασία των συνόρων της Ελλάδας, σε στεριά και θάλασσα».
Αστραφτερή ιδέα, πράγματι. Σατανική σχεδόν. Μέσα από το «Ναυαγίων πλάσματα» αναδύεται φευγαλέα η εικόνα ενός «εκσυχρονισμένου» κράτους, οχυρωμένου πίσω από ένα μαστόρικα στημένο δίχτυ ασφαλείας.
Οπως, όμως, διαβάζουμε λίγο παρακάτω, «μόνο κάτι ερείπια, που είχαν προλάβει να ζήσουν τις περισσότερες αναταραχές του περασμένου αιώνα, απόμερα απ' τους άλλους και κάτω από τα μουστάκια τους ψιθύριζαν συγκαταβατικά, "Μαλάκες... Αφού όλα όσα έγιναν, θα ξαναγίνουν"». Κάτι που θα μπορούσε να σιγοψιθυρίζει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αν έβλεπε μια μέρα να υλοποιούνται οι καρποί τής -όχι και τόσο αχαλίνωτης- φαντασίας του.
Οπως ομολογεί, η παραγγελία της νουβέλας τού ταίριαξε γάντι: «Η λέξη "άλλος" δεν παραπέμπει αναγκαστικά στον μετανάστη, ο σημαντικότερος ξένος δίπλα μας είναι εκείνος του αντίθετου φύλου. Είχα όμως ήδη στα σκαριά μια ιστορία που γυρόφερνε το θέμα της ξενοφοβίας, αυτήν τη δυσκολία ν' αντιληφθείς ποιος είναι αυτός που από τη μια μέρα στην άλλη γίνεται ουσιαστικό στοιχείο της κοινωνικής μας ζωής. Οπότε δέχτηκα. Γιατί αν εξαιρέσουμε κάποιες συνεργασίες με περιοδικά, άλλο βιβλίο κατά παραγγελία δεν έχω δημοσιεύσει».
- Ακούμε συχνά να λέγεται πως ο Ελληνας δεν είναι ρατσιστής. Μήπως πρόκειται για κλισέ;
«Δεν είναι κλισέ. Υπάρχει ανοχή προς τον άλλο στην κοινωνία μας. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι επί Κατοχής υπήρξαν διάφορα σκουλήκια, προσωπικότητες μετέπειτα του δημόσιου βίου, που εξαφάνισαν εβραϊκές περιουσίες, γενικευμένες καταδόσεις δεν υπήρξαν. Εμείς αλληλοσπαραχθήκαμε. Οταν Ελληνας σκότωνε και τη μάνα του για ένα μπουκάλι λάδι, η κτηνωδία ήταν παρούσα ανεξάρτητα από χρώματα και θρησκείες... Αλλά, δείτε τι συμβαίνει σήμερα: την ίδια ώρα που ένας υπηρέτης του Δημοσίου υποχρεώνει έναν εξαθλιωμένο ναυαγό να του γυαλίσει τις μπότες του, ομάδες ανθρώπων υποδέχονται τους μετανάστες στα λιμάνια προσφέροντάς τους ρούχα και φαγητό. Το μπέρδεμα αρχίζει όταν η γραφειοκρατική μηχανή, απροετοίμαστη να διαχειριστεί την κατάσταση, αφήνει να γιγαντώνονται τα περιθώρια για ακρότητες».
- Από την εποχή που διακόψατε τις σπουδές σας στη Νομική κι ώς τη μεταπολίτευση ζήσατε σε αρκετές κεντροευρωπαϊκές χώρες. Σε ποια θυμάστε να νιώσατε ξένος περισσότερο;
«Πουθενά. Παντού έζησα σαν Ελληνας. Και στη Γαλλία και στη Γερμανία και στο Βέλγιο, ξένοι ήταν οι άλλοι. Κι ούτε μια στιγμή δεν είχα τη διάθεση να ενσωματωθώ. Εφυγα το '60, περιπλανήθηκα ώς το '65, κι όταν ήρθε η χούντα ξαναέφυγα, μολονότι δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος γι' αυτό. Η εμπειρία του ταξιδιού είχε κάνει ήδη τον κύκλο της μέσα μου και βίωνα ένα είδος περίεργης αυτοεξορίας, χωρίς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι έρχονται στον τόπο μας για ένα κομμάτι ψωμί. Κι ήξερα ότι οπωσδήποτε θα επέστρεφα».
- Και στην Ελλάδα; Νιώσατε ποτέ ξένος εδώ;
«Α, σίγουρα! Οταν μοιράζεσαι την ίδια γλώσσα και τις ίδιες συνήθειες με τους άλλους, σου δημιουργείται αναπόφευκτα μια αίσθηση οικειότητας, ενώ πρόκειται για ψευδαίσθηση. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, με την κατρακύλα που έχει πάρει το πράγμα, η δυσφορία μου εντείνεται. Είναι τρομερό να βλέπεις χαχανίζοντας από τον καναπέ σου προπηλακισμούς δυστυχισμένων και ανέστιων, από ανθρώπους ταγμένους υποτίθεται για να διατηρούν την τάξη. Αν δεν αισθάνεσαι ξένος σ' αυτήν την παρακμή, αν δεν βρείς τρόπο ν' αντιδράσεις, σημαίνει ότι η παρακμή σ' έχει καταπιεί».
- Τον Δεκέμβριο, πάντως, βγήκαν και οι μετανάστες στους δρόμους...
«Φυσικά και βγήκαν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν έξω από ένα τέτοιο οργιαστικό πανηγύρι. Ομως έχει παρατραβήξει η προσπάθεια να χαρακτηριστεί η εξέγερση σαν αφορμή για πλιάτσικο και καταστροφές. Σ' όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρξε σύγκρουση που να μην είχε στην ουρά της πλατσικολόγους ή και τυμβωρύχους ακόμη! Ούτε συμμερίζομαι την κριτική ορισμένων περί κανακέματος των νέων που διαδήλωναν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι. Ανίκανοι να κατανοήσουν τις απελπισμένες χειρονομίες καταστροφής, πιστεύουν πως έχουν πλάσει έναν παράδεισο για τα παιδά μας. Τους δώσαμε τα πάντα, ισχυρίζονται, τι άλλο θέλουν; Μα αυτός είναι ο παράδεισος; Να διαθέτουμε όλοι πιστωτικές κάρτες και να κλέβουμε μ' ευκολία το Δημόσιο; Αυτό που συνέβη ήταν το ξέσπασμα μιας άρρωστης κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Οταν, όμως, ξεχειλίζει το πύον, χρειάζεται να γίνει μια επέμβαση, αλλιώς η πληγή θα κακοφορμίσει».
- Εχουμε δείγματα ότι οι κρατούντες πήραν το μήνυμα;
«Ως τέτοιο μπορεί να εκληφθεί η απόπειρα για μια ακόμη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αλλά, θα τα καταφέρουν; Μου φαίνονται ανίκανοι».
- Κι όμως, το 2004 είχατε εναποθέσει κάποιες ελπίδες στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έτσι δεν είναι;
«Πολλές! Κυρίως επειδή είχα την εντύπωση ότι η προηγούμενη κατάσταση είχε φτάσει στα όριά της. Ακόμα και ο τρόπος που έγινε η εναλλαγή στο ΠΑΣΟΚ, η "ευλογία" Σημίτη προς Παπανδρέου, τι ξεφτίλα κι αυτή... Απόρροια της πίστης μου ότι κάτι θ' αλλάξει ήταν και η αποδοχή εκ μέρους μου της προεδρίας του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Ομως, διαψεύστηκα! Αποδείχτηκαν εξίσου ανίκανοι ή και χειρότεροι από τους προηγούμενους. Πάντως από το ΕΚΕΒΙ δεν έφυγα γι' αυτό. Παραιτήθηκα επειδή κάποια στιγμή έπληξα βαθύτατα».
- Σοβαρολογείτε;
«Δεν ήμουν, δα, και στρατιώτης της Ν.Δ. για να παρακολουθήσω την παράσταση μέχρι τέλους. Σας θυμίζω τον αφορισμό του Νίτσε: "Ευλογημένη πλήξη, όταν έρχεσαι είσαι μάρτυρας πως ασχολούμαστε μόνο με πράγματα που μας ενδιαφέρουν"!».
- Ποιες νομίζετε πως είναι οι βασικές διαχωριστικές γραμμές της κοινωνίας μας σήμερα;
«Το χρήμα και η απουσία του. Ενα εφιαλτικό δίλημμα που δεν σχετίζεται με ταξικές αντιλήψεις, δεν ταυτίζεται με την ανάγκη για επιβίωση, έχει να κάνει με την υποδούλωσή μας ή όχι στα υλικά αγαθά. Ο παραδομένος σ' αυτά, ούτε τον χρόνο έχει ούτε τον τρόπο για να δει βαθιά μέσα του. Κι όποιος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του τι κάνει; Προσπαθεί να σώσει όλους τους υπόλοιπους, να διορθώσει την κοινωνία στο σύνολό της! Αντιλαμβάνεστε τι στρατόπεδα συγκέντρωσης κρύβονται πίσω απ' αυτή την αντίληψη. Αρκεί να σκεφτούμε την κυβέρνηση Μπους, που ήθελε σώνει και καλά να σώσει κάτι κακομοίρηδες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και τους τσάκισε! Για το καλό τους!».
Το αντίτιμο της ελευθερίας
- Τι να πούμε τότε και για τη νέα φουρνιά τρομοκρατών εδώ;
«Με προβληματίζει η θηριωδία τους. Γιατί, η απουσία ιδεολογικού άλλοθι θεωρώ πως είναι άνευ σημασίας. Οποια δικαιολογία κι αν προβάλεις, όταν σηκώνεις όπλο για να σκοτώσεις, σημαίνει πως αδιαφορείς για τον συνάνθρωπό σου εντελώς. Από τις γελοιωδέστερες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας, ήταν οι παραστάσεις που έδιναν οι πολιτικοί μας όταν συλλαμβάνονταν τα μέλη της 17Ν. "Τελειώσαμε με την τρομοκρατία", καμάρωναν. Η τρομοκρατία όμως εκφράζει το Κακό. Και το Κακό δεν τελειώνει ποτέ. Είναι το αντίτιμο της ελευθερίας».
- Τι άλλες συλλογικές ψευδαισθήσεις ζήσαμε τελευταία και ποια σας κλόνισε περισσότερο;
«Εμένα προσωπικά, οι ψευδαισθήσεις που έτρεφα για την αριστερά. Το όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη είναι τόσο φλουταρισμένο πια... Με την πτώση της δικτατορίας πιστέψαμε πως η Ελλάδα θα άλλαζε. Και άλλαξε, αλλά με πολύ στραβό τρόπο. Μπήκε το "εγώ" στο κέντρο της κοινής μας ζωής κι όλες οι πολιτικές εξουσίες ενέδωσαν έκτοτε στις απαιτήσεις του διαιωνίζοντας την αντοχή του. Μιλήσαμε πολύ για δικαιώματα, αλλά για υποχρεώσεις δεν μίλησε κανένας. Δεχτήκαμε ως πρότυπο το άτομο που νοιάζεται μόνο για το συμφέρον του, αδιαφορώντας για τον διπλανό του. Αυτό το μοντέλο ενσαρκώνουν σήμερα κι οι άρχοντες του κράτους μας, ενός κράτους-σκιάς. Βάλαμε φωτιά στα θεμέλιά μας. Κι αν δεν αλλάξει κάτι, θα 'ρθει μια μέρα που θα μας σκοτώνουν τα ίδια μας τα παιδιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου